Η παιδεία μαζί με την ανεργία αποτελούν τα πιο σοβαρά προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας, έτσι όπως αυτή εκφράζεται μέσα από ερωτηματολόγια και έρευνες. Τα τελευταία χρόνια η κατάσταση έχει χειροτερεύσει καθώς από τη μια είναι πασιφανές πως απαιτείται σοβαρή μεταρρύθμιση στο χώρο, αλλά από την άλλη οι άμεσα εμπλεκόμενοι βρίσκονται σε αδιέξοδο και σκιαμαχούν. Η απουσία ενός προοδευτικού μεταρρυθμιστικού λόγου και σχεδίου αφήνει χώρο στην συντήρηση είτε δεξιά είτε αριστερή να μονοπωλεί το ενδιαφέρον στην δημόσια συζήτηση για την παιδεία στη χώρα μας.
Αρχικά το πρόβλημα πρέπει να τοποθετηθεί στις πραγματικές του διαστάσεις, έχοντας υπόψη τις διεθνείς και ευρωπαϊκές εξελίξεις στο χώρο. Η τελευταία συνολική αντιμετώπιση του θέματος της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης έλαβε χώρα με το νόμο πλαίσιο 1268 του 1982. Από τότε έγιναν παρά πολλά. Αυξήθηκε ο αριθμός εισακτέων κατ΄ απαίτηση ενός πάγιου αιτήματος της ελληνικής κοινωνίας. Ιδρύθηκαν σχολές και στην περιφέρεια που απορρόφησαν των όγκο των νέων φοιτητών. Επίσης έγινε σοβαρή προσπάθεια για αύξηση των δαπανών, με αποτελέσματα όχι ιδιαιτέρως ικανοποιητικά, αλλά ενθυμούμενοι παράλληλα την ενταξιακή πορεία της χώρας στην Ο.Ν.Ε ίσως δηκαιλογισιμα.
Όμως όλα αυτά τα χρόνια το διεθνές και το ευρωπαϊκό περιβάλλον στην τριτοβάθμια εκπαίδευση έχει αλλάξει άρδην. Στην Ελλάδα αν και έγιναν πολλά, το θεσμικό πλαίσιο έμεινε σχεδόν ίδιο, δεν προχώρησε η αξιολόγηση, δεν αυξήθηκαν οι δαπάνες τόσο ώστε να πιάσουν το μέσο όρο των 15, δεν καταπολεμήθηκε η διαφθορά και η συναλλαγή, δεν είχαμε καθολική βελτίωση των υποδομών και δεν έγινε καμία στροφή προς την έρευνα και την καινοτομία. Τέλος αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος εγκλώβισε την εκπαιδευτική κοινότητα σε μια μάχη που σίγουρα ήταν σημαντική, αλλά δεν είναι αυτή που θα δώσει τη λύση. Το δίλημμα κρατικά ή μη κρατικά πανεπιστήμια είναι ψευτοδίλλημα.
Λύση υπάρχει. Δε χρειάζεται τίποτα παραπάνω απ’το να δώσουμε στο δίλημμα την προοδευτική του διάσταση: «Θέλουμε ένα κρατικό ή ένα δημόσιο πανεπιστήμιο;». Εκ πρώτης όψεως οι έννοιες «κρατικό» και «δημόσιο» φαίνεται πως είναι ταυτόσημες και άρα το δίλημμα πλαστό, η πραγματικότητα όμως είναι τελείως διαφορετική…
Η εγκατάλειψη του δημοσίου Πανεπιστημίου που παρατηρείται είναι βάση ενός οργανωμένου σχεδίου απαξίωσής του, ώστε να προβάλει η ίδρυση ιδιωτικών Πανεπιστημίων ως η μόνη λύση. Σύμμαχος σε αυτή την προσπάθεια είναι και συλλογικοτητες εντός του Πανεπιστημίου που αν και δηλώνουν ακραιφνείς υποστηρικτές του το υπονομεύουν συστηματικά, μη δεχόμενες αυτονόητες μεταρρυθμίσεις.
Έτσι από τη μια απαξιώνεται το δημόσιο Πανεπιστήμιο, υποχρηματοδοτειται, αξιολογείται από την αγορά εργασίας και από διεθνείς λίστες κατάταξης, αφήνεται στην τύχη του αλλά δεν αυτοδιοικείται και από την άλλη ο πραγματικός υπερασπιστής του, η ελληνική κοινωνία, είναι εχθρική απέναντι του καθώς βλέπει να κυριαρχούν μόνιμοι αρνητές, συντεχνίες και συμφέροντα. Η ανάγκη εκφοράς ενός προοδευτικού σοσιαλιστικού εκσυγχρονιστικού λόγου που θα αγκαλιάσει το δημόσιο Πανεπιστήμιο, που όντας κοινωνικά νομιμοποιημένος θα το μεταρρυθμίσει και θα το καταστήσει κεντρικό άξονα μιας νέας αναπτυξιακής λογικής για την Ελλάδα, προβάλλει ως αδήριτη ανάγκη.
Ένας τέτοιος λόγος πρέπει να έχει ως βασικές αρχές του τα εξής :
Στήριξη του δημοσίου τριτοβάθμιου εκπαιδευτικού συστήματος σε πολιτικό επίπεδο
Αξιολόγηση
Γενναία αύξηση της χρηματοδότησης
Διοικητική αυτοτέλεια
Στροφή και επένδυση σε έρευνα και καινοτομία με σκοπό τη σύνδεση των ιδρυμάτων με τις τοπικές κοινωνίες και τις τοπικές αγορές.
Τέλος ως προοδευτική σοσιαλδημοκρατική συλλογικοτητα εντός του ελληνικού Πανεπιστημίου οφείλουμε να παραμείνουμε πιστοί στο όραμα της πολιτικής ενοποίησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οπότε να συγχρονίζουμε τις προσπάθειες μας με την ευρωπαϊκή κεντροαριστερά και όχι να επιδιώκουμε ελληνικές εξαιρέσεις και αστερίσκους. Οφείλουμε να πάρουμε μια γενναία στάση και θέση για τα Κ.Ε.Σ που ούτως ή άλλως παρέχουν πλέον διπλώματα με αναγνωρισμένα εργασιακά ( και όχι ακαδημαϊκά) δικαιώματα, χωρίς κανένα έλεγχο από την Πολιτεία.
Συνοψίζοντας, η εποχή των συνθημάτων έχει παρέλθει. Απαιτείται τεκμηρίωση, επιχειρηματολογία, γνώση και οπωσδήποτε παγκόσμιο βλέμμα.. Στη συνέχεια ακολουθούν αναλυτικότερες επεξεργασμένες θέσεις για τους κεντρικούς άξονες της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που χρήζουν μεταρρύθμισης και εξορθολογισμού.
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ
Πάγιο αίτημα μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας (συμπεριλαμβανομένης και της πανεπιστημιακής κοινότητας) είναι, εδώ και χρόνια, η παροχή αξιόπιστων εγγυήσεων για το επίπεδο του συνόλου της ελληνικής ανώτατης εκπαίδευσης. Είναι λοιπόν αυτονόητα αναγκαίο και για την Ελλάδα η θεσμοθέτηση ενός εθνικού συστήματος αξιολόγησης της ποιότητας της ανώτατης εκπαίδευσης (ΑΕΙ-ΤΕΙ). Η αναγκαιότητα αυτή εκτός από κοινωνική απαίτηση απορρέει και από τη λειτουργία ανάλογων συστημάτων σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες (διατηρώντας η καθεμιά τις εθνικές τις διαφοροποιήσεις).
Το κυρίαρχο σημείο που πρέπει να εξεταστεί σε ότι αφορά το μέτρο αυτό είναι ποιοι θα πρέπει να είναι οι σκοποί της αξιολόγησης των ιδρυμάτων ΑΕΙ-ΤΕΙ εν γένει.. Απέναντι σε αυτό το ερώτημα πιστεύουμε πως η θεσμοθέτηση της αξιολόγησης της ποιότητας της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης θα πρέπει να στοχεύει:
στη συνεχή βελτίωση της ποιότητας του επιτελούμενου έργου των ιδρυμάτων καθώς και στην ώθηση των ιδρυμάτων σε ταχύτερη επίτευξη των στρατηγικών και επιχειρησιακών σχεδίων που έχουν καταρτίσει
στον υποστηρικτικό και όχι «τιμωρητικό» ρόλο, απέναντι στα ΑΕΙ-ΤΕΙ, του συστήματος αξιολόγησης
στην αύξηση του θεμιτού ανταγωνισμού μεταξύ των ιδρυμάτων που θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια στη βελτίωση όλων των δομών ενός ιδρύματος--(εκπαιδευτικό-ερευνητικό διοικητικό έργο)
στον τερματισμό της ασυδοσίας, της αδιαφορίας και της ανεπάρκειας μεγάλου μέρους των καθηγητών μέσω της ενεργοποίησης της αξιολόγησής τους απ’ευθείας από τους φοιτητές
Τέλος καθίσταται σαφές πως θα πρέπει οι διαδικασίες της αξιολόγησης να μην αποσκοπούν ούτε και να συνδέονται καθ’οιοδήποτε τρόπο με λογικές ή πρακτικές βαθμολόγησης των ιδρυμάτων και των προγραμμάτων σπουδών των τμημάτων τους ή κατάταξής τους σε σειρά επιτυχίας.
Με βάση τις πιο πάνω στοχεύσεις η πρόταση μας για τη θεσμοθέτηση της αξιολόγησης της ποιότητας της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης συνίσταται στα παρακάτω:
Προτείνεται η συγκρότηση ανεξάρτητης διοικητικής αρχής με αποκλειστικό αντικείμενο τον προγραμματισμό, το συντονισμό και την εποπτεία των διαδικασιών της αξιολόγησης της ποιότητας της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Πιο συγκεκριμένα αντικείμενο της αρχής αυτής προτείνεται να είναι η κατάρτιση τετραετούς επιχειρησιακού προγράμματος αξιολόγησης όλων των ιδρυμάτων ανά την επικράτεια, καθώς και ενδιάμεσα ετήσια προγράμματα παρακολουθώντας την πορεία υλοποίησής τους. Ακόμη η επιτροπή αυτή θα πρέπει να παρέχει υποστήριξη στα Ιδρύματα από πλευράς γνώσεων και εμπειριών σε ότι αφορά πρακτικές και μεθοδολογία για το σχεδιασμό και την πραγματοποίηση της αξιολόγησης.
Η σύνθεση της επιτροπής θα πρέπει να πραγματωθεί με τη συμμετοχή προσώπων κοινής αποδοχής με απαραίτητο προσόν την αποδεικνυόμενη εμπειρία, γνώση και ικανότητα σε ζητήματα σχετικά με την αξιολόγηση ή και τη διοίκηση της ανώτατης εκπαίδευσης. Τέλος προτείνεται τα πρόσωπα αυτά να λογοδοτούν στη Βουλή και να είναι υπεύθυνα για τη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων των προγραμμάτων αξιολόγησης.
Με σκοπό να εξασφαλιστεί η εγκυρότητα των αποτελεσμάτων της αξιολόγησης προτείνουμε τον επιμερισμό της σε εσωτερική και εξωτερική αξιολόγηση. Πιο συγκεκριμένα η τελική έκθεση της αξιολόγησης της ποιότητας ενός ιδρύματος να αποτελεί κράμα δυο διαφορετικών εκθέσεων που θα προκύπτουν από αυτοαξιολόγηση του εν λόγω ιδρύματος (π.χ. φοιτητές) καθώς και από ειδικούς και εμπειρογνώμονες στον τομέα (από την Ελλάδα ή από το εξωτερικό) αντίστοιχα.
Βασικότατος πυλώνας της αυτοαξιολόγησης επιβάλλεται να είναι η κρίση των φοιτητών. Στον τομέα αυτό προτείνουμε την υποχρεωτική αξιολόγηση των σπουδών (περιεχόμενο, οργάνωση μεθόδων διδασκαλίας ανά γνωστικό αντικείμενο) και των διδασκόντων (διδακτική ικανότητα, επικοινωνία&συνεργασία με τους φοιτητές), μέσω ερωτηματολογίου που θα συμπληρώνουν οι φοιτητές για κάθε μάθημα στο τέλος του εξαμήνου. Υπεύθυνη για τη συγκέντρωση των ερωτηματολογίων μπορεί να είναι η αντιπρυτανεία ακαδημαϊκών υποθέσεων. Βασική παράμετρος της πρότασης αυτής είναι η κρίση των φοιτητών να συνεκτιμάται σημαντικά στις διαδικασίες ανέλκυσης των καθηγητών στη σχετική ιεραρχία.
ΕΡΕΥΝΑ&ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ :
ΤΑ ΚΛΕΙΔΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
Ο τρόπος με τον οποίο παραδοσιακά διοικείται το ελληνικό πανεπιστήμιο αλλά και η συντηρητική νοοτροπία των περισσότερων διδασκόντων, έχει οδηγήσει τη λειτουργία της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μακριά από τον ερευνητικό της ρόλο. Ο αριθμός των ελληνικών πανεπιστημιακών τμημάτων που έχουν να επιδείξουν αξιόλογο και παραγωγικό ερευνητικό είναι πραγματικά απογοητευτικός.
Το πρόβλημα αυτό όμως δεν αφορά μόνο το πανεπιστήμιο και τους έχοντας σχέση με αυτό. Αφορά κυρίως και πάνω από όλα την μελλοντική εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας και κατ’επέκταση όλης της ελληνικής κοινωνίας.
Στο σύγχρονο άκρως ανταγωνιστικό παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον μια μικρή χώρα όπως η Ελλάδα καλείται άμεσα να αναπτύξει μη παραδοσιακές μορφές(βλ.τουρισμός, μεταποίηση κτλ.) οικονομικής ανάπτυξής της. Η λύση απέναντι σ’αυτήν την σύγχρονη απαίτηση τον καιρών μπορεί να δοθεί κυρίαρχα μέσα από την έμφαση στην καινοτομία και της εφαρμογές της. Καθίσται δηλαδή αναγκαίο η χώρα μας να αξιοποιήσει όλο το αξιόλογο ανθρώπινο δυναμικό της με κατεύθυνση προς τις νέες ιδέες, τις νέες τεχνολογίες και τεχνοτροπίες. Να γίνει με λίγα λόγια ένας πανευρωπαϊκός εξαγωγέας καινοτομικών λύσεων και εφαρμογών σε κάθε τομέα της οικονομίας.
Για να γίνουν όμως όλα αυτά τα φιλόδοξα σχέδια πραγματικότητα χρειάζεται επειγόντως να αναθεωρηθεί ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε τη γνώση και την έρευνα στην Ελλάδα.
Πιο συγκεκριμένα στον τομέα της έρευνας προτείνουμε την ίδρυση ενός ευέλικτου ερευνητικού φορέα ανά ίδρυμα. Στόχος του φορέα αυτού, που μπορεί να απαρτίζεται από καθηγητές και εκπροσώπους των φοιτητών, θα είναι η πλήρης διαχείριση των ερευνητικών προγραμμάτων κάθε ιδρύματος ώστε :
να επιτυγχάνεται ο έλεγχος των στόχων και των αποτελεσμάτων κάθε προγράμματος
να είναι το δυνατών αδιάβλητη η χρηματοδότηση κάθε προγράμματος
τα οφέλη από την ερευνητική δουλειά καθηγητών και φοιτητών στα ερευνητικά προγράμματα να ωφελούν το ίδιο το ίδρυμα και όχι τρίτους. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η ενθάρρυνση νέων ερευνητικών προγραμμάτων με ιδία χρηματοδότηση από το πανεπιστήμιο.
να έχει πρόσβαση και η τοπική κοινωνία στη διαδικασία αλλά και εν γένει στα ερευνητικά αποτελέσματα του οικείου ιδρύματος.
Εφόσον λοιπόν κάθε ίδρυμα αρχίσει σταδιακά και με τη βοήθεια της πολιτείας να αναπτύσσει σ’αυτά τα πλαίσια ερευνητικό έργο, είναι μαθηματικά βέβαιο πως μέρος του στόχου θα έχει επιτευχθεί. Νέες καινοτομικές ιδέες είναι σίγουρο πως θα προκύψουν, νέοι επιστήμονες θα αποτελούν εχέγγυο για το μέλλον ενώ και τα ελληνικά πανεπιστήμια θα μπορούν έστω και μερικώς να καλύπτουν μέρος των αναγκών τους.
Από όλα τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι οι προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις του τόπου έχουν υποχρέωση να σπάσουν όλες εκείνες τις κατεστημένες νοοτροπίες που κρατάνε χαμηλά το επίπεδο της ελληνικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με σκοπό να το ελέχγουν, και να εξοπλίσουν τα ελληνικά πανεπιστήμια με όλα εκείνα τα θεσμικά και λειτουργικά όπλα ωστέ αυτά να μετατραπούν σε ατμομηχανές της οικονομίας της καινοτομίας χωρίς να χάσουν τίποτα από τον αδιαπραγμάτευτο ακαδημαϊκό χαραχτήρα τους.
ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ
Η χρηματοδότηση του ελληνικού πανεπιστημίου είναι ένα πολύπαθο θέμα που υπόκειται σε πολλαπλές αναγνώσεις, καταλήγοντας σχεδόν πάντα σε διαφορετικό συμπέρασμα ανάλογα με τον αναγνώστη.
Αδιαπραγμάτευτα όμως στοιχεία υπάρχουν και δεν αμφισβητούνται. Ξεκινώντας, παρατηρούμε πως η Ελλάδα δαπανά αισθητά μικρότερο ποσοστό του ΑΕΠ της για την παιδεία σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Μάλιστα τα χρόνια δεξιάς διακυβέρνησης η απόσταση μας αυξάνεται καθώς μειώνεται το ποσοστό. Το 2002 το ποσοστό άγγιξε το 4% του ΑΕΠ. Ήταν αποκορύφωση μιας σχεδόν δεκαετούς αύξησης των δαπανών, που διακόπηκε βιαία αλλά και αναμενόμενα.
Κατά το διάστημα 1995-2002 η Ελλάδα ακολούθησε μια πορεία σύγκλισης προς το
μέσο όρο της Ε.Ε.-15 ( σε όρους δημοσίων δαπανών για εκπαίδευση), ενώ βρίσκεται
μεταξύ των τριών χωρών που σημειώνουν για το αντίστοιχο διάστημα (1995-2002) τη
μεγαλύτερη αύξηση δαπανών ανά μαθητή. Η αύξηση αυτή εν μέρει οφείλεται στη
μείωση του αριθμού των μαθητών, αλλά είναι προφανές ότι η Ελλάδα προχώρησε σε
σημαντική αύξηση των δαπανών ανά μαθητή. Παρόλα αυτά η απόσταση παραμένει
σημαντική, κάτι που αποδεικνύεται από το γεγονός ότι η Ελλάδα αποτελεί τη χώρα με
τις χαμηλότερες δημόσιες δαπάνες ανθρώπινου δυναμικού σε σχέση με τις υπόλοιπες
χώρες της Ε.Ε.-15.
Η Ελλάδα κατάφερε κατά την περίοδο 1995-2002 να συνδυάσει την αύξηση των
δαπανών ανά φοιτητή με την αύξηση του αριθμού των φοιτητών. Η ραγδαία αυτή
αύξηση των δαπανών ανά μαθητή και φοιτητή στην Ελλάδα δεν μπορεί να αποδοθεί
εξ’ ολοκλήρου στους μεγάλους ρυθμούς ανάπτυξης της περιόδου 1995-2002.
Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία του ΟΟΣΑ, το σωρευτικό μέρισμα που η Ελλάδα
αφιέρωσε στην εκπαίδευση όλων των βαθμίδων υπερκαλύπτει το αναπτυξιακό
δυναμικό της περιόδου 1995-2002. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα κατά την περίοδο 1995-
2002 συνειδητά επέλεξε να αφιερώσει μεγαλύτερο μέρος της ανάπτυξης στην εκπαίδευση.
Όμως παρά τα δεδομένα και μη αμφισβητήσιμα αριθμητικά στοιχεία που αποδεικνύουν ποια είναι η παράταξη που διαχρονικά ασχολείται με την παιδεία, υπάρχουν και άλλες παράμετροι που ενδιαφέρουν. Δεν πρέπει η υποχρηματοδοτηση σήμερα να γίνεται άλλοθι της μη μεταρρύθμισης. Η χρηματοδότηση πρέπει να αυξηθεί μαζί όμως με αξιολόγηση, διοικητική αναδιάρθρωση και αυτοτέλεια. Με κοινωνική λογοδοσία που θα νομιμοποιεί την απαίτηση για αυξημένες δαπάνες .Επίσης ένα επιπλέον πρόβλημα είναι η κατεύθυνση των χρημάτων που δίνονται στην παιδεία. και η κατανομή αυτών. μεγάλο μέρος αυτών καλύπτει αυξημένες ανελαστικές δαπάνες μισθοδοσίας και συντήρησης κτιρίων και εξοπλισμού. Απουσιάζει έτσι οι προϋποθέσεις για μια συντονισμένη στροφή προς την έρευνα και την καινοτομία, όπου και εκεί κατέχουμε την χαμηλότερη θέση.
Για περισσότερες πληροφορίες μια σύντομη έρευνα στο διαδικτυο (π.χ.στην διεύθυνση http://www.istame-apapandreou.gr/) θα σας δώσει ενδεικτικά χρηματοδοτικά στοιχεία, αναλογίες και κατανομές των πόρων καθώς και εξαγωγή πολιτικών συμπερασμάτων.
Η αύξηση των δημόσιων επενδύσεων σε ανθρώπινο δυναμικό ουσιαστικά σημαίνει την αναδιάρθρωση όλης της πολιτικής φιλοσοφίας των δημόσιων επενδύσεων. Η δημιουργία ενός νέου Ελληνικού αναπτυξιακού μοντέλου, που θα στηρίζεται στις υψηλές δεξιότητες του ανθρώπινου δυναμικού απαιτεί αυτού του είδους την αναδιάρθρωση
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΑ
Μεγάλη διεκδίκηση αποτελεί και η αυτονομία των ΑΕΙ&ΑΤΕΙ. Μια πραγματική αυτονομία που θα τους επιτρέψει να μπορούν να πραγματοποιούν τον δικό τους σχεδιασμό και να συντάσσουν τους εσωτερικούς κανονισμούς τους χωρίς να δεσμεύονται να ακολουθήσουν πιστά ένα ασφυκτικό χρονοδιάγραμμα ή κάποιο «πρότυπο» από το Υπ. Παιδείας. Είναι φανερό πως αυτή η ελευθερία συνδέεται άμεσα με τις ιδιαιτερότητες, την φυσιογνωμία, τους στόχους, το επιστημονικό πεδίο και την κουλτούρα του κάθε Ιδρύματος.
Στα πλαίσια της αυτονομίας κρίνεται απαραίτητη και η θεσμική ευελιξία διαχείρισης των κονδυλίων που απορροφούνται από την κοινωνία και άλλους φορείς χωρίς την εμπλοκή σε συγκεντρωτικού και γραφειοκρατικού χαραχτήρα ελέγχους που προσιδιάζουν περισσότερο σε πολεοδομία παρά σε έναν ζωντανό οργανισμό όπως το πανεπιστήμιο. Η θεσμική αυτή ευελιξία θα πρέπει να ελέγχεται όχι μόνο ως προς την αποτελεσματικότητα της κατανομής των πόρων αλλά και ως προς τον ορθολογισμό και την διαφάνεια που την διέπει.
Τέλος να τονιστεί πως στο αίτημα για την ουσιαστική αυτονομία με την θεσμική ευελιξία της διαχείρισης των κονδυλίων καθώς και τον αυστηρό έλεγχο που θα την συνοδεύει, είναι αναγκαία και η συμμετοχή όλων των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας καθιστώντας την θεσμοθέτηση ουσιαστικής, υπεύθυνης, επιστημονικής και ακαδημαϊκής Αξιολόγησης άμεση και αναγκαία προϋπόθεση.
Πιτερός Δημήτρης, γραμματέας ΠΑΣΠ Πολυτεχνικής σχολής ΑΠΘ
Σουλουτσιώτης Νίκος, γραμματέας ΠΑΣΠ Σχολής Θετικών Επιστημών ΑΠΘ
Στολάκης Βαγγέλης, γραμματέας ΠΑΣΠ Δημοσιογραφίας & ΜΜΕ ΑΠΘ