Κυριακή 5 Απριλίου 2009
ΠΡΟΤΑΣΗ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΙΔΕΙΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Τα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα μετά την ανάληψη της εξουσίας από την κυβέρνηση της Ν.Δ. έχει ανοίξει και πάλι το θέμα της ίδρυσης μη κρατικών πανεπιστημίων και της σύγκρισής των με τα σημερινά «δημόσια». Θύελλα αντιδράσεων και τόνοι μελάνης χύθηκαν από σύσσωμη την πανεπιστημιακή κοινότητα ώστε να δοθεί μια καθαρή απάντηση στο δίλημμα: « Δημόσιο ή Ιδιωτικό Πανεπιστήμιο;».
Την ίδια στιγμή, «έξω από τα τείχη» των campus, η κοινωνία εξαντλημένη παρακολουθεί τις εξελίξεις στην ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση, μέσα από τα δελτία των 8, όπου πρώτη θέση καταλαμβάνουν καταλήψεις, πορείες, ανακοινώσεις της ΠΟΣΔΕΠ, κόντρες στα τηλεπαράθυρα ανάμεσα σε «αριστερούς» υπερασπιστές του ν.1268/82 και ευκαιριακούς υποστηρικτές της «άμεσης άρσης του ασύλου για να λυθούν όλα τα προβλήματα των ελληνικών ΑΕΙ&ΑΤΕΙ». Η αντίδραση προφανής. Από το ακίνδυνο «Φτάνει πια» μέχρι το άκρως επικίνδυνο «Ιδιωτικά τώρα να καθαρίσει ο τόπος»!! Όσο λοιπόν το δίλημμα παραμένει «Δημόσια Vs Ιδιωτικά» η πλάστιγγα όλο και θα γέρνει προς τα «δεξιά».
Λύση υπάρχει. Δε χρειάζεται τίποτα παραπάνω από το να δώσουμε στο δίλημμα την προοδευτική του διάσταση: «Θέλουμε ένα κρατικό ή ένα δημόσιο πανεπιστήμιο;». Εκ πρώτης όψεως οι έννοιες «κρατικό» και «δημόσιο» φαίνεται πως είναι ταυτόσημες και άρα το δίλημμα πλαστό, η πραγματικότητα όμως είναι τελείως διαφορετική…
Με αφορμή το νόμο-πλαίσιο του 1982, που έδωσε στο ελληνικό πανεπιστήμιο νέες δομές δημοκρατικής λειτουργίας μέσω της παρέμβασης των φοιτητών και του τέλους της καθηγητικής έδρας, το πανεπιστήμιο μετατράπηκε σε μια γιγαντιαία κρατική υπηρεσία. Οι περισσότεροι καθηγητές ανακαλύπτοντας τις αρνητικές πτυχές της μονιμότητας κατέληξαν σε δημοσίους υπαλλήλους ανώτερης βαθμίδας. Τα ίδια τα ιδρύματα εγκλωβισμένα στη γραφειοκρατία του υπουργείου Παιδείας, έφτασαν απλά να διεκπεραιώνουν διοικητικές πράξεις ενώ ταυτόχρονα έρευνα παράγεται μόνο απ λίγους που με προσωπικό μεράκι και οικονομικές θυσίες έκαναν το παραπάνω βήμα. Απέναντι σε όλα αυτά η κοινωνία ξεκομμένη από τα ιδρύματα παίζει απλά το ρόλο του χρηματοδότη, χωρίς να γνωρίζει από πουθενά που πηγαίνουν τα χρήματά της. Κλασσική δομή και λειτουργία νεοελληνικής δημόσιας υπηρεσίας. Κλασσικό ελληνικό κρατικό πανεπιστήμιο.
Η κατάσταση παρ’ότι είναι ζοφερή, είναι σίγουρα αναστρέψιμη! Μοναδική προϋπόθεση η διεκδίκηση του πραγματικά δημόσιου πανεπιστημίου μέσα από μικρές αλλά σημαντικές μεταρρυθμίσεις που θα οδηγήσουν στον εκσυγχρονισμό των δημοσίων ιδρυμάτων.
ΧΑΡΑΞΗ ΕΘΝΙΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΙΔΕΙΑ
Η οργάνωση, ο τρόπος λειτουργίας και η αποτελεσματικότητα του συστήματος εκπαίδευσης μιας χώρας, δεν είναι μια απλή υποχρέωση που η εκάστοτε κυβέρνηση καλείται να διεκπεραιώσει. Ο σχεδιασμός οφείλει να είναι μακροπρόθεσμος με βάση τις υπάρχουσες καταστάσεις αλλά και όσες αναμένεται να δημιουργηθούν στο μέλλον και σε κάθε περίπτωση δεν είναι δυνατόν να εξυπηρετεί μικροπολιτικά οφέλη.
Η λογική που τέθηκε από την δεξιά κυβέρνηση της ΝΔ το μόνο που μπορούσε να κάνει είναι να προκαλέσει έντονο προβληματισμό για τον τρόπο που κάποιοι αντιλαμβάνονται τον χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αλλά και της παιδείας γενικότερα. Η προσπάθεια της αναθεώρησης του άρθρου 16, που αποτέλεσε την ναυαρχίδα των αντιδραστικών επιλογών, μαζί με τον απονομιμοποιημένο από όλους τους φορείς νέο νόμο πλαίσιο ήταν τα πλέον τρανταχτά παραδείγματα για την προσπάθεια ιδιωτικοποίησης του Ελληνικού Πανεπιστημίου και κατάργησης της αυτοτέλειάς του. Με αποσπασματικές διατάξεις που αντιμετώπιζαν τα όποια προβλήματα επιδερμικά, το υπουργείο έδινε την εντύπωση πως δεν μπορεί να κατανοήσει τις πραγματικές ανάγκες της παιδείας (πχ αύξηση της χρηματοδότησης) ή πως στην καλύτερη περίπτωση είναι αδιάφορο. Επιπλέον νομοσχέδια όπως αυτά της βάσης του 10, για τα μεταπτυχιακά και διδακτορικά και τελικά των ΚΕΣ ανασύρονταν από τα συρτάρια όταν η εξυπηρέτηση συμφερόντων ήταν άμεση προτεραιότητα ή όταν έπρεπε να δημιουργηθεί τεχνητή αναταραχή για να αποπροσανατολιστεί η κοινή γνώμη από τα διαρκή σκάνδαλα (υποκλοπές, απαγωγές πακιστανών, Βατοπαίδι και πολλά άλλα).
Φυσικά κυρίαρχο ρόλο σε όλες αυτές τις αλλαγές έπαιξε η λειτουργία του ΕΣΥΠ καθώς και η προκλητική στάση του προέδρου του κ. Βερέμη. Το νομοσχέδιο για την αξιολόγηση, με την εξόφθαλμα εκδικητική λογική απέναντι στα ιδρύματα, όπως και αυτό της κατάργησης του ΔΙΚΑΤΣΑ ήταν από τις πρώτες προσπάθειες αποδόμησης της Δημόσιας και Δωρεάν Παιδείας. Οι δήθεν διάλογοι που στήνονται κατά καιρούς από το υπουργείο στο μόνο που αποβλέπουν είναι η νομιμοποίηση που προσφέρει η συμμετοχή των διαφόρων φορέων στις προειλημμένες αποφάσεις της κυβέρνησης. Το ζήσαμε μια φορά με τον «διάλογο» για το νόμο πλαίσιο, θα το ζήσουμε και δεύτερη στο «διάλογο» για τον τρόπο εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Με τον τρόπο που πάει να στηθεί, παραπέμπει σε κομματική φιέστα όπου μαθητές, φοιτητές και ιδρύματα θα έχουν ρόλο κομπάρσου και οι όποιες αποφάσεις σε καμία περίπτωση δε θα είναι προϊόν συνδιαμόρφωσης αλλά εγκάθετης επιβολής δεξιών πολιτικών επιλογών.
Με βάση την ιστορία και την ιδεολογία της Π.Α.Σ.Π. όλα αυτά τα χρόνια υπερασπιζόμαστε σθεναρά την ανάγκη ύπαρξης Εθνικής Στρατηγικής για την Παιδεία ως αποτέλεσμα ενός γόνιμου διαλόγου με όλους τους φορείς πάνω στην βάση της Δημόσιας και Δωρεάν Παιδείας. Όμως ένας τέτοιος διάλογος δεν θα πρέπει να γίνει πίσω από κλειστές πόρτες, με αποκλεισμούς πολιτικών χώρων και φορέων ούτε ορίζοντας καταληκτικές ημερομηνίες.
Χρειαζόμαστε ένα σχέδιο για την Παιδεία που να δίνει ουσιαστικές λύσεις και προοπτικές και να μην εγκλωβίζεται σε κομματικά αδιέξοδα. Με βάση αυτή τη λογική ως υπεύθυνη πολιτική δύναμη καταθέτουμε το παρόν, ως τη δική μας θεώρηση πάνω στο τόσο ταλαιπωρημένο ζήτημα της Παιδείας.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΥΤΟΔΥΝΑΜΙΑ ΚΑΙ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΤΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΩΝ
Το Πανεπιστήμιο πρέπει να είναι σε σύνδεση με την κοινωνία και να αποτελεί μια παραγωγική δύναμη αυτής. Για να μπορέσει όμως να μετεξελιχθεί σε μια ισχυρή παραγωγική δύναμη θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από δύο πράγματα: οικονομική αυτοδυναμία και ακαδημαϊκή ανεξαρτησία.
§ Η οικονομική αυτοδυναμία:
Εδώ θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τι ακριβώς εννοούμε με τον όρο αυτό. Έτσι, οικονομική αυτοδυναμία είναι μια έννοια με την οποία το Πανεπιστήμιο αξιοποιώντας πόρους που το ίδιο κατέχει π.χ. ακίνητη περιουσία, ερευνητικές δραστηριότητες κ.τ.λ., συμμετέχει στην κάλυψη αναγκών του ιδίου, μη επιβαρύνοντας το κράτος και αναπτύσσοντας παράλληλα μια γενικότερη αναπτυξιακή δραστηριότητα.
Φυσικά εμείς, οι νέοι σοσιαλιστές, σε αντίθεση με την φιλελεύθερη άποψη και τον κύριο εκφραστή αυτής μέσα στο χώρο των Πανεπιστημίων δηλαδή την ΔΑΠ – ΝΔΦΚ, δεν μιλάμε για πλήρη ανεξαρτητοποίηση του Πανεπιστημίου από το κράτος αφού για εμάς ο δημόσιος χαρακτήρας της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι απαράβατος όρος.
Η οικονομική αυτοδυναμία λοιπόν, εξασφαλίζεται με:
Α) Τη θεσμοθέτηση πάγιου ελάχιστου ποσοστού του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος που θα διατίθεται για την παιδεία. Θεωρούμε πως το ποσοστό του ΑΕΠ που διατίθεται για την παιδεία πρέπει να αυξηθεί άμεσα.
Β) Την αξιοποίηση των οικονομικών πόρων του ίδιου του Πανεπιστημίου και την επιχειρηματική δραστηριότητα που πρέπει αυτό να αναπτύξει όσον αφορά τη διαχείριση της περιουσίας του. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημάνουμε το γεγονός ότι το Πανεπιστήμιο Αθηνών έχει την μεγαλύτερη περιουσία μετά την Ορθόδοξη Ελληνική Εκκλησία και παρ’ όλα αυτά το πρόβλημα κτιριακής υποδομής που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, είναι τεράστιο. Δε συμφωνούμε με ένα Πανεπιστήμιο – επιχειρηματία που υποβαθμίζει τη γνώση και την επιστημονική έρευνα στο βωμό του κέρδους. Διαφωνούμε πλήρως με τον έλεγχο της επιστημονικής έρευνας προς όφελος των εταιριών, αλλά δεν πρέπει το Πανεπιστήμιο να έχει τα μάτια του κλειστά στην αγορά εργασίας και στις εξελίξεις. Για το λόγο αυτό οφείλει να είναι συνδεδεμένο με την παραγωγική διαδικασία και οδηγεί την οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Γ) Την διεξαγωγή ερευνητικών και αναπτυξιακών προγραμμάτων που θα χρηματοδοτούνται από την αυτόνομη διαχείριση: των κρατικών κονδυλίων, των κονδυλίων από την αγορά εργασίας και από τους τοπικούς φορείς (δήμους, νομαρχίες, συνεταιρισμούς κ.α.) και τέλος των κοινοτικών κονδυλίων.
Δ) Το να μην χρησιμοποιείται η κρατική χρηματοδότηση εκβιαστικά ως προς τα ιδρύματα για την επιβολή των κυβερνητικών αλλαγών, όπως έγινε στην περίπτωση της κατάρτισης τετραετούς αναπτυξιακού πλάνου την οποία απαίτησε το Υπουργείο.
Για την διασφάλιση της διαφάνειας στην όλη διαχείριση των πόρων και τον ουσιαστικό έλεγχο αυτών των διαδικασιών, είναι επιτακτική ανάγκη η φοιτητική συμμετοχή στις Επιτροπές Ερευνών, καθώς και η δημιουργία ενός Εθνικού Συμβουλίου Αξιολόγησης.
§ Η ακαδημαϊκή ανεξαρτησία:
Έγκειται στη διαδικασία με την οποία όλες οι πανεπιστημιακές υποθέσεις βρίσκονται υπό την αρμοδιότητα των πανεπιστημιακών οργάνων και όχι υπό την αρμοδιότητα του κράτους και των φορέων του. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τα εξής:
Α) Κατάρτιση προγραμμάτων σπουδών αποκλειστικά και μόνο υπ’ ευθύνη των τμημάτων και υπό την αιγίδα της Συγκλήτου και την γνωμοδότηση (και μόνον αυτή) των σχετικών επαγγελματικών συλλόγων με τη πλήρη συμμετοχή τόσο της ακαδημαϊκής κοινότητας όσο και των φοιτητών.
Β) Παραχώρηση πλήρων αρμοδιοτήτων στα Πανεπιστήμια για την προκήρυξη και πλήρωση θέσεων προσωπικού, τόσο εκπαιδευτικού (ΔΕΠ) όσο και Διοικητικού μέσα από διαδικασίες διαφανείς, αδιάβλητες και αξιοκρατικές.
Γ) Χρηματοδότηση των Πανεπιστημίων με βάση τις αντικειμενικές τους ανάγκες καθώς και το επιστημονικό και ερευνητικό τους έργο και όχι μόνο με βάση την ιστορία και το μέγεθος του ιδρύματος
Δ) Το ΥΠΕΠΘ θα πρέπει να λαμβάνει υπόψιν τον αριθμό των εισακτέων που καθορίζει κάθε σχολή ότι έχει την δυνατότητα να δεχθεί σε ετήσια βάση, σύμφωνα με: τις δυνατότητες της σχολής (όπως υλικοτεχνική υποδομή κ.α.).
Ε) Δημιουργία ξεχωριστού Εσωτερικού Κανονισμού για κάθε ίδρυμα, ο οποίος θα καλύπτει τις ανάγκες του, σε αντιδιαστολή με την προσπάθεια για επιβολή του Πρότυπου Εσωτερικού Κανονισμού του Υπουργείου.
ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΤΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ- ΕΚΛΟΓΕΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ
Χωρίς να θέλουμε να χαρακτηριστούμε ως απαισιόδοξοι, οφείλουμε να διαπιστώσουμε ότι το Πανεπιστήμιο του σήμερα σε πολλές περιπτώσεις έχει μετατραπεί σε μια «συντηρητική» κοινωνία που ασκεί απλά και μόνο διαχείριση προς εξυπηρέτηση συμφερόντων και εντέλει καλλιεργεί τον ατομικισμό ως στάση ζωής.
Στο Πανεπιστήμιο σήμερα, βιώνουμε ένα μικρόκοσμο της άσχημης πλευράς της κοινωνίας που θα ζήσουμε αύριο. Μιας κοινωνίας που δυστυχώς, κατά κοινή ομολογία, οι περισσότεροι πολίτες της ενδιαφέρονται για την ικανοποίηση των προσωπικών τους συμφερόντων αδιαφορώντας για το συλλογικό συμφέρον. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και μέσα στο Πανεπιστήμιο. Οι συλλογικές διαδικασίες και τα συλλογικά οράματα για ένα καλύτερο Πανεπιστήμιο έχουν δώσει τη θέση τους στις προσωπικές επιθυμίες φοιτητών και καθηγητών που ζουν μέσα σε αυτό.
Έχουμε βιώσει ως συνδικαλιστές πολλές φορές καταστάσεις όπου πτυχία μοιράζονται αφειδώς στο βωμό της ανέλιξης και εξυπηρέτησης συμφερόντων μερίδας καθηγητών. Όπως έχουμε επίσης βιώσει και προσπάθειες εκβιασμού από πλευράς φοιτητικών παρατάξεων ώστε να κερδίσουν όσο το δυνατόν περισσότερα (πτυχία, χρήματα, τοποθέτηση σε μεταπτυχιακά προγράμματα κ.τ.λ.) σε περιπτώσεις όπου η συμμετοχή τους κρίνεται αναγκαία π.χ. πρυτανικές εκλογές.
Αυτή είναι η άσχημη πραγματικότητα του σημερινού Πανεπιστημίου. Ο καθένας προσπαθεί να χρησιμοποιήσει τους θεσμούς του, ως μέσο επίτευξης των προσωπικών του στόχων. Και όσο συνεχίζεται αυτό, τόσο οι φοιτητικές παρατάξεις θα αποδυναμώνονται γιατί ο απλός φοιτητής θα χάνει τη διάθεσή του να βοηθήσει στην επίτευξη συλλογικών στόχων, και τόσο περισσότερο θα αποθρασύνονται συγκεκριμένοι καθηγητικοί κύκλοι που λυμαίνονται το χώρο του Πανεπιστημίου.
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να αναφερθεί η «τομή» που έκανε η ΝΔ με την διάταξη του νόμου Γιαννάκου που αφορά τις εκλογές των διοικήσεων των σχολών και των ιδρυμάτων. Η αντίληψη η οποία είναι έκδηλη σε αυτόν τον νόμο παραπέμπει σε ένα πανεπιστήμιο στο οποίο η γνώμη των φοιτητών είναι δευτερεύουσας σημασίας. Κάτι τέτοιο προφανώς δεν μπορεί να υιοθετηθεί από νέους με ιδέες και οράματα. Η ουσιαστική συνδιοίκηση πρέπει να γίνεται με όρους δημοκρατίας με ισότιμη συμμετοχή. Δεν είναι δυνατόν σε καμία περίπτωση το πλέον ενεργό κομμάτι του Πανεπιστημίου να περιορίζεται ρε ρόλο κομπάρσου στην όλη διαδικασία. Η στοιχειώδης λογική υπαγορεύει αυτό που ως ΠΑΣΠ επιδιώκουμε διαχρονικά με μόνο γνώμονα το συμφέρον των φοιτητών και την βελτίωση του πανεπιστημίου: Την καθολική ψηφοφορία φοιτητών σε ποσοστό 100% επι των μελών ΔΕΠ.
Εμείς ως προοδευτική παράταξη πρέπει να βγούμε μπροστά και να καυτηριάσουμε τη συγκεκριμένη άσχημη πραγματικότητα.
Πρέπει να βγούμε μπροστά, αποδεχόμενοι τις ευθύνες μας και να προειδοποιήσουμε ότι η πολυπόθητη δημοκρατία εντός του Πανεπιστημίου δέχεται ανεπανόρθωτα πλήγματα.
Πρέπει να βγούμε μπροστά και να απαιτήσουμε αλλαγές και τομές στο ζοφερό σκηνικό που ζούμε. Οφείλουμε να προτείνουμε και να παλέψουμε για:
• Ουσιαστικότερη συμμετοχή των φοιτητών στα όργανα συνδιοίκησης. Το θέμα δεν είναι απλά ποσοτικό αλλά πάνω απ’ όλα ποιοτικό. Οι εκπρόσωποι των φοιτητών θα πρέπει να δεσμεύονται από τις απόψεις των συναδέλφων τους όταν θα εκφράζουν τη γνώμη τους στα όργανα συνδιοίκησης. Π.χ. τα αποτελέσματα της συμπλήρωσης ερωτηματολογίων για την εξέλιξη των μελών Δ.Ε.Π. από όλους τους φοιτητές, θα είναι δεσμευτικά για τους εκπροσώπους των φοιτητών, οι οποίοι δεν θα μπορούν να ασκήσουν προσωπική πολιτική σε τόσο καίρια ζητήματα.
• Θεσμοθέτηση Ανεξάρτητου ως προς το πανεπιστήμιο Σώματος Ορκωτών Λογιστών που θα ελέγχει την απορρόφηση, κατεύθυνση των κονδυλίων και γενικότερα την οικονομική διαχείριση των ιδρυμάτων. Το συγκεκριμένο σώμα θα υποχρεούται να δημοσιοποιεί τα αποτελέσματα των ελέγχων του.
• Περαιτέρω αποκέντρωση αρμοδιοτήτων και λειτουργιών από την Πρυτανεία προς τις Σχολές και τα τμήματα, κάτι το οποίο θα βοηθήσει στο ξεπέρασμα της υφιστάμενης γραφειοκρατίας αλλά και θα περιορίσει φαινόμενα «ρουσφετιού» από πλευράς Πρυτανείας.
• Καθιέρωση του συστήματος των πανελλαδικών εξετάσεων κατά τη διάρκεια των εξεταστικών περιόδων, με σφραγισμένο το όνομα του φοιτητή που θα εξετάζεται στο μάθημα. Με αυτό τον τρόπο μπορεί να περιοριστεί ο εκβιασμός που ασκούν συγκεκριμένοι καθηγητικοί κύκλοι, απειλώντας φοιτητές ότι θα αποτύχουν στο μάθημά τους εφόσον δεν ικανοποιηθούν προσωπικά συμφέροντα αυτών των καθηγητών.
• Δημοσιοποίηση των ερευνητικών προγραμμάτων και των προϋπολογισμών αυτών.
• Διαφάνεια στην επιλογή των υποψήφιων για Διδακτορικά και Μεταπτυχιακά προγράμματα.
• Πλήρης αντικειμενικοποίηση και ενιαία κριτήρια για τις διαδικασίες που αναφέρονται στη φοιτητική μέριμνα. Αύξηση των δικαιούχων δωρεάν σίτισης και στέγασης ώστε σταδιακά να καλύπτονται όλοι οι φοιτητές.
• Τέλος, εφόσον κατοχυρωθούν τα παραπάνω, δημιουργώντας έτσι ένα διαφανές δημοκρατικό πλέγμα στη λειτουργία των ιδρυμάτων, οφείλουμε να προτείνουμε την ενίσχυση των αμεσοδημοκρατικών διαδικασιών όσον αφορά τις εκλογές για την ανάδειξη των Διοικητικών αρχών των ιδρυμάτων. Αύξηση του ποσοστού συμμετοχής των φοιτητών στις εκλογές για ανάδειξη Διοικήσεων των Ιδρυμάτων στο 100% επί του ποσοστού των μελών ΔΕΠ.
Το ζητούμενο για τους φοιτητές και γενικότερα για την κοινότητα του Πανεπιστημίου είναι να προτείνουμε και να παλέψουμε για τις αλλαγές. Το ζητούμενο είναι να δώσουμε ένα ισχυρό ράπισμα στο σάπιο και διεφθαρμένο κατεστημένο του σημερινού Πανεπιστημίου και να αναδείξουμε τη δημοκρατική και προοδευτική όψη που αυτό οφείλει να έχει για να μπορέσει να ανταποκριθεί στο ρόλο του.
Η ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑ
Η σημερινή πραγματικότητα όσον αφορά την έρευνα στα Πανεπιστήμια κινείται στα όρια της μετριότητας (με λίγες μεμονωμένες εξαιρέσεις) σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε. και άλλων ανεπτυγμένων χωρών. Οι δαπάνες που αφορούν την έρευνα στη χώρα μας κινούνται αρκετά χαμηλότερα από το μέσο όρο των αντίστοιχων δαπανών στις άλλες χώρες της Ε.Ε. Η πραγματικότητα αυτή δείχνει για μια ακόμη φορά την έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού για την παιδεία και βάζει φραγμούς στην αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας. Με λίγα λόγια τείνουμε να έχουμε ένα Πανεπιστήμιο αποκομμένο από τις επιστημονικές εξελίξεις, την παραγωγή και την κοινωνία, με άμεσες συνέπειες στα ποσοστά ανεργίας και ετεροαπασχόλησης.
Η αντίληψη που λέει ότι τα Πανεπιστήμια πρέπει να κάνουν αποκλειστικά και μόνο έρευνα για την έρευνα (δίχως δηλαδή να λαμβάνουν καθόλου υπόψιν τις σύγχρονες ανάγκες της κοινωνίας, της εξέλιξης της επιστήμης και της αγοράς εργασίας) ή ότι η έρευνα πρέπει να χρηματοδοτείται και να γίνεται προϊόν εκμετάλλευσης κατ’ αποκλειστικότητα και μόνο από το κράτος, είναι βαθιά συντηρητικές απόψεις με προφανή δυσμενή αποτελέσματα για τους φοιτητές και εργαζομένους.
Ως προοδευτικοί άνθρωποι πιστεύουμε ότι η έρευνα που γίνεται στα Πανεπιστήμια είναι μια από τις σημαντικότερες συνεισφορές της Ανώτατης Εκπαίδευσης στη γνώση και κατ’ επέκταση στην κοινωνία. Η έρευνα αποτελεί τον μηχανισμό εκείνο ο οποίος κρατάει το Πανεπιστήμιο ζωντανό και μέσα στις τεχνολογικές εξελίξεις και τις σύγχρονες τάσεις. Είναι η διαδικασία εκείνη η οποία προωθεί μέσα από τα ακαδημαϊκά πλαίσια την εφαρμογή της επιστήμης στα πεδία της κοινωνίας. Πρέπει να διασφαλιστεί λοιπόν η σωστή και διαφανής διαχείριση των κονδυλίων που κατευθύνονται στην έρευνα, καθώς και να υπάρξει ένας δημοκρατικότερος και αυστηρότερος έλεγχος στον στόχο των ερευνητικών δραστηριοτήτων, ώστε απώτερος σκοπός όλων αυτών να είναι η πρόοδος της επιστήμης και όχι η ικανοποίηση ιδιωτικών οικονομικών συμφερόντων. Έτσι, οφείλει να είναι ο συνδετικός κρίκος μεταξύ των νέων εξελίξεων και ανακαλύψεων της επιστήμης και της ανάπτυξης της χώρας. Η έρευνα αποτελεί τον μοχλό για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη.
Ο τρόπος με τον οποίο γίνεται μέχρι σήμερα η διαχείριση των κονδυλίων που αφορούν την έρευνα, αλλά και τα διάφορα άλλα προγράμματα, σε πολλές περιπτώσεις γίνονται «κάτω από το τραπέζι» και κυρίως χωρίς παρουσία και την ενεργή συμμετοχή των φοιτητών.
Όσον αφορά τον τομέα της έρευνας στα Πανεπιστήμια, η Π.Α.Σ.Π. προτείνει:
• Την κυρίαρχη συμμετοχή των φοιτητών σε όλες τις επιτροπές ανάθεσης τέτοιων προγραμμάτων.
• Ίδρυση σε κάθε Πανεπιστήμιο ενός Ινστιτούτου Έρευνας, προκειμένου να εξασφαλιστεί επιτέλους η διαφάνεια στη χρηματοδότηση και να γίνεται αξιολόγηση του σκοπού χρήσης αλλά και τελικά έλεγχος των στόχων των αποτελεσμάτων της έρευνας. Οι διάφορες επιτροπές, στις οποίες αυτονόητη είναι η συμμετοχή των φοιτητών, οφείλουν να δημοσιοποιούν αναλυτικά τα στοιχεία που αφορούν τους τομείς απορρόφησης των κονδυλίων που διαχειρίζονται.
• Τη διάθεση του συνόλου των εσόδων της έρευνας για τα Πανεπιστήμια και την περαιτέρω εξόπλιση των εργαστηρίων.
• Κατοχύρωση της πατέντας στο ίδρυμα που κάνει την έρευνα και όχι στην εταιρεία που την χρηματοδοτεί. Τα οφέλη από την ερευνητική δουλεία να ωφελούν το ίδιο το ίδρυμα και όχι τρίτους.
• Να μην παραγκωνίζεται ο εκπαιδευτικός σκοπός του Πανεπιστημίου, εξαιτίας της έρευνας.
• Μεγαλύτερη διάθεση κρατικών κονδυλίων για την έρευνα. Ταυτόχρονα, εκμετάλλευση της έρευνας των Πανεπιστημίων από τους παραγωγικούς φορείς, τοπικούς φορείς κ.α.
• Το Πανεπιστήμιο να ανοίγει νέους δρόμους, καθορίζοντας το μέλλον της παραγωγικής διαδικασίας μέσω της έρευνας.
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ
Κανένας δεν μπορεί να ισχυριστεί σήμερα ότι είναι απολύτως ικανοποιημένος από τη συνολική στάθμη των Ελληνικών Πανεπιστημίων, καθώς κατά περίπτωση και ανά ίδρυμα παρουσιάζονται σημαντικές ελλείψεις και προβλήματα. Η κατάσταση στα Πανεπιστήμια έχει να καταδείξει μια πληθώρα παραδειγμάτων που αποδεικνύουν την έλλειψη συνολικού σχεδιασμού της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης.
Οι καθηγητικές αυθαιρεσίες που συναντούμε καθημερινά, η αδιαφάνεια στη διαχείριση των κονδυλίων, η ελλιπής υλικοτεχνική υποδομή, η κακή ποιότητα των συγγραμμάτων, είναι κάποιες από τις συνθήκες που σίγουρα δεν κάνουν τα Πανεπιστήμια να ανταποκρίνονται πλήρως στις προσδοκίες της κοινωνίας.
Επίσης, αρκετές είναι οι περιπτώσεις όπου νέα τμήματα ιδρύονται χωρίς να εξετάζεται η επιστημονική και κοινωνική χρησιμότητά τους, με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο αριθμός των εισακτέων με μοναδικό σκοπό την αύξηση της επιχορήγησης των τμημάτων από το κράτος, τεράστια ποσά ξοδεύονται χωρίς να ιεραρχούνται οι ανάγκες.
Είναι λοιπόν προφανές ότι αποτελεί επιτακτική ανάγκη η δραστηριοποίηση ενός κεντρικού οργάνου που θα αναλάβει το σχεδιασμό, το συντονισμό και τον έλεγχο των δράσεων, το οποίο θα απαρτίζεται από εκπροσώπους της ακαδημαϊκής κοινότητας και των φοιτητών. Το εν λόγω όργανο θα δίνει τις κατευθύνσεις για τη δημιουργία νέων τμημάτων και αντίστοιχων επιστημονικών πεδίων, για την ανάπτυξη της έρευνας, τον εντοπισμό των αδύνατων σημείων και θα εποπτεύει την διαχείριση των κονδυλίων. Γίνεται σαφής λοιπόν η ανάγκη αξιολόγησης των υπαρχόντων δομών, του εκπαιδευτικού και ερευνητικού έργου και της διαχείρισης των πόρων ώστε να είναι δυνατός ο εντοπισμός αυτών των αδύνατων σημείων.
Η προσπάθεια επιβολής ενός συστήματος αξιολόγησης από τη συντηρητική κυβέρνηση της ΝΔ μας βρίσκει αντίθετους διότι δεν ξεκαθαρίζεται ο στόχος της και τα κριτήρια με τα οποία θα γίνεται. Η αντιμετώπιση του θέματος για εμάς σε αντίθεση με τις υπόλοιπες φοιτητικές παρατάξεις, δεν είναι η στείρα άρνηση ή αποδοχή της αξιολόγησης, αλλά το πώς θα διαμορφώσουμε ένα λειτουργικό και αξιόλογο σύστημα που θα συμβάλει στην αναβάθμιση της παιδείας στη χώρα μας.
Η Π.Α.Σ.Π. σαν προοδευτική έκφραση και δύναμη αλλαγής στα Πανεπιστήμια, χρόνια πίστευε και πιστεύει την αναγκαιότητα της ύπαρξης ενός εθνικού συστήματος αξιολόγησης η οποία θα είναι καθαρά ακαδημαϊκή (δηλαδή δεν θα γίνεται με αγοραία κριτήρια). Μια αξιολόγηση που:
1) θα έχει ρόλο καθαρά υποστηρικτικό προς τα Ιδρύματα της Ανώτατης Εκπαίδευσης, δεν θα τα κατατάσσει σε «καλά» και «κακά», αξιόλογα και ανεπαρκή.
2) θα δίνει τη δυνατότητα στους φοιτητές να αποφασίζουν οι ίδιοι για τα Πανεπιστήμιά τους και τις γνώσεις που τους παρέχονται, με το να τους δίνεται η δυνατότητα να συμμετέχουν άμεσα και ουσιαστικά στην διαδικασία αυτή και θα γίνεται αποκλειστικά και μόνο με ακαδημαϊκά κριτήρια, δηλαδή:
§ Τι εννοούμε όταν λέμε αξιολόγηση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης;
Φυσικά, δεν νοείται αξιολόγηση δίχως σημαντική αύξηση των κονδυλίων για την παιδεία, αύξηση που θα γίνει με γνώμονα τις πραγματικές ανάγκες και όχι τα οικονομικά συμφέροντα των καθηγητών. Η παιδεία είναι κοινωνικό αγαθό, γι’ αυτό και πρέπει να συνεχίσει να παρέχεται δωρεάν σε όλους.
Όσον αφορά τις υποδομές, ιδιαίτερη βαρύτητα πρέπει να δοθεί στα περιφερειακά Πανεπιστήμια, η πλειονότητα των οποίων λόγω του ότι έχουν ιδρυθεί τα τελευταία χρόνια, δεν έχουν ολοκληρώσει τις υποδομές τους. Επίσης σε τμήματα με ταχύτατη επιστημονική εξέλιξη, πρέπει να εκσυγχρονίζεται διαρκώς ο εξοπλισμός τους, ώστε να είναι σε θέση να μένουν μέσα στις εξελίξεις και να παράγουν σύγχρονο εκπαιδευτικό και ερευνητικό έργο.
Σχετικά με την εκπαιδευτική διαδικασία και το ερευνητικό έργο πρέπει να εστιάσουμε στην επιλογή και εξέλιξη των καθηγητών, στην ανανέωση των εκπαιδευτικών συγγραμμάτων, στα προγράμματα σπουδών και στην έρευνα. Απαιτούμε την ουσιαστικοποίηση των κριτηρίων επιλογής υποψηφίων, ώστε να υπολογίζονται όχι μόνο οι δημοσιεύσεις, αλλά και η διδακτική ικανότητα, η συγγραφή βιβλίων και η αποδοχή τους από τους φοιτητές. Η διαμόρφωση των προγραμμάτων σπουδών πρέπει να αφήνεται αποκλειστικά στην αρμοδιότητα της Γενικής Συνέλευσης κάθε τμήματος, η οποία είναι και πιο αρμόδια για την πλήρη και ορθή εκπλήρωση του ρόλου του τμήματος.
§ Ποια όμως πρέπει να είναι η μορφή ενός τέτοιου συστήματος αξιολόγησης;
Η διαδικασία της αξιολόγησης θα πρέπει να χωριστεί σε δύο μέρη: στην εσωτερική και στην εξωτερική.
Η εσωτερική αξιολόγηση θα διενεργείται σε επίπεδο ιδρύματος ή τμήματος θα είναι στην αρμοδιότητα και ευθύνη των εσωτερικών οργάνων συνδιοίκησης και σε αυτή ουσιαστικό ρόλο θα έχει η φωνή του φοιτητή μέσω της συμμετοχής του στην διαδικασία αξιολόγησης (συμμετοχή στα όργανα συνδιοίκησης, συμπλήρωση ερωτηματολογίων κ.τ.λ.). Τα αποτελέσματα των ερωτηματολογίων να συνυπολογίζονται στις κρίσεις για ανέλιξη σε ανώτερη βαθμίδα των μελών Δ.Ε.Π. Προφανώς όμως θα πρέπει να υπάρξει υπευθυνότητα και ωριμότητα των φοιτητών κατά την συμμετοχή σε αυτή ώστε τα αποτελέσματα της να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
Η εξωτερική αξιολόγηση θα πρέπει να διενεργείται από σώμα αξιολογητών εκτός του αξιολογούμενου ιδρύματος. Το σώμα αυτό θα πρέπει να αποτελείται από ανθρώπους με αποδεδειγμένη ακαδημαϊκή προσφορά οι οποίοι και θα προτείνονται από τον ανεξάρτητο φορέα που θα συντονίζει και θα εποπτεύει την διαδικασία αξιολόγησης όλων των ιδρυμάτων. Η συμμετοχή των φοιτητών πρέπει να εξασφαλίζεται και σε αυτή τη βαθμίδα μέσω της αντιπροσώπευσής τους αυτή τη φορά.
Θεωρούμε ότι έχει φτάσει πλέον η ώρα για τον εξορθολογισμό και την ανασυγκρότηση της Δημόσιας Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, ώστε να μπορέσει να αντεπεξέλθει στον κοινωνικό, μορφωτικό και αναπτυξιακό της ρόλο.
Είμαστε προοδευτικοί νέοι άνθρωποι με οράματα για ένα καλύτερο αύριο. Ένα καλύτερο αύριο που σαφώς και ξεκινάει από την εκπαίδευση και κυρίως την τριτοβάθμια. Για να μπορέσουμε να βιώσουμε το Πανεπιστήμιο που οραματιζόμαστε πρέπει να αγωνιστούμε ώστε τα πάντα, εντός των ιδρυμάτων, να αξιολογούνται και να αξιολογούνται σωστά και υπεύθυνα. Μόνο τότε τα φαινόμενα συντηρητισμού που αναπτύσσονται εντός των ιδρυμάτων και που έχουν καθηλώσει το πανεπιστήμιο σε μια εσωστρεφή και μίζερη κατάσταση θα μπορέσουν να παταχθούν.
ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ
Είναι αυτονόητο πως το κάθε ίδρυμα θα πρέπει να διακατέχεται από ένα πλαίσιο το οποίο θα διασφαλίζει την σωστή και απρόσκοπτη λειτουργία του τόσο στα εκπαιδευτικά- ερευνητικά καθήκοντά του όσο και σε διοικητικό-οργανωτικό επίπεδο.
Σαν συνέχεια της προσπάθειας «μεταρρύθμισης» της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης η ΝΔ επέλεξε να ανακινήσει και το συγκεκριμένο ζήτημα. Πρόκειται για μια ακόμα επιλογή της κυβέρνησης στην προσπάθειά της να δημιουργήσει ένα Πανεπιστήμιο πλήρως αποστειρωμένο και χειραγωγούμενο. Απαιτείται από κάθε ίδρυμα η θέσπιση ενός εσωτερικού κανονισμού πάνω στα ρητά πλαίσια που υπαγορεύονται από τον Πρότυπο Κανονισμό όπως αυτός ανακοινώθηκε από το υπουργείο. Στην πράξη αποτελεί έναν «Δούρειο Ίππο» εισαγωγής και εφαρμογής του νόμου Γιαννάκου, ενός νόμου που έχει απονομιμοποιηθεί στο σύνολό από την ακαδημαϊκή κοινότητα λόγω των αντιδραστικών διατάξεών του. Η εκβιαστική λογική με την οποία τίθεται το θέμα από το υπουργείο, απειλώντας για άλλη μια φορά με διακοπή της χρηματοδότησης δείχνει με τον πλέον εξόφθαλμο τρόπο πώς κάποιοι επιλέγουν να αντιλαμβάνονται το αυτοδιοίκητο του Πανεπιστημίου. Όταν το ένα τρίτο των άρθρων αναφέρονται σε πειθαρχικά όργανα συμπεριλαμβανομένων και αυτών που απευθύνονται στους φοιτητές, «προειδοποιώντας» ουσιαστικά όσους παρακωλύουν την εκπαιδευτική δραστηριότητα (όπως διατυπώνεται στο κείμενο) γίνεται ξεκάθαρη η στοχοποίηση πολιτικών χώρων και η προσπάθεια πειθάρχησης του φοιτητικού κινήματος. Επιπλέον διατάξεις όπως μεταξύ άλλων η θέσπιση των πιστωτικών μονάδων (όπως εισήχθησαν από τη συνθήκη της Μπολόνια) που παραπέμπει άμεσα στην διάσπαση του ενιαίου χαρακτήρα του πτυχίου, οι διαγραφές των αιωνίων φοιτητών (2ν του νόμου πλαίσιο) ακόμα και η κατάρτιση του τετραετούς προγράμματος καθιστούν σε κάθε περίπτωση σαφείς τις επιδιώξεις της δεξιάς κυβέρνησης της ΝΔ σχετικά με την κατεύθυνση που θέλουν να προσδώσουν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Εξ ολοκλήρου ο ακαδημαϊκός κόσμος (πλην φυσικά της παράταξης της ΔΑΠ) τοποθετήθηκε επί του ζητήματος εκφράζοντας την έντονη αντίθεσή του, όταν αυτό είχε ανακύψει για πρώτη φορά.
Ως υπεύθυνη ακαδημαϊκή δύναμη αντιλαμβανόμαστε πλήρως πως υπάρχουν ιδρύματα που αντιμετωπίζουν προβλήματα λόγω του ότι έχουν εσωτερικούς κανονισμούς πολλών ετών και παρωχημένους, οι οποίοι δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στη σύγχρονη πραγματικότητα. Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι επιτακτική η ανάγκη διαλόγου στο εσωτερικό του ιδρύματος για την αποτελεσματική αναθεώρησή τους.
Από την πλευρά μας ως Π.Α.Σ.Π. έχουμε πάγια επιδίωξη τη δημιουργία εσωτερικών κανονισμών που να μπορούν να εγγυηθούν την εύρυθμη λειτουργία των ιδρυμάτων και σε καμία περίπτωση να μην χρησιμοποιούνται ως πλάγιος δρόμος επιβολής των αναχρονιστικών «μεταρρυθμίσεων» όπως αυτές εκπορεύονται από το Υπουργείο.
Συνοπτικά λοιπόν θεωρούμε ότι οι όποιες αλλαγές θα πρέπει να γίνουν σε κατεύθυνση που θα:
• Ενισχύουν το αυτοδιοίκητο των Πανεπιστημίων και τη σχετική αυτοτέλεια των σχολών και των τμημάτων..
• Αποτρέπουν την καθηγητική αυθαιρεσία και ενισχύουν τον ρόλο των φοιτητών.
• Ενισχύουν τα πτυχία, το ενιαίο τους και το επίπεδο των γνώσεων που παρέχονται από τα Πανεπιστήμια
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΠΟΥΔΩΝ
Απαραίτητη είναι η άμεση κατάρτιση σύγχρονων προγραμμάτων σπουδών. Πιστεύουμε ότι τα προγράμματα σπουδών θα πρέπει να είναι προϊόν προσεκτικής μελέτης της επιστημονικής εξέλιξης και των σύγχρονων απαιτήσεών της, αλλά να έχει ταυτόχρονα σαν στόχο της, τη δημιουργία επιστημόνων και όχι εργατών που ακολουθούν άκριτα την πρόοδο. Επιστημόνων που οδηγούν τις εξελίξεις και δεν οδηγούνται από αυτές. Βασική προϋπόθεση για την κατάρτιση των προγραμμάτων σπουδών στις σχολές είναι να έχει προέλθει μέσα από ουσιαστικό διάλογο μεταξύ της ακαδημαϊκής κοινότητας, των φοιτητών και αντίστοιχων επαγγελματικών συλλόγων, ενώ θα πρέπει επίσης:
• Να υπάρχει σύνδεση των σπουδών μας με την παραγωγική διαδικασία και να λαμβάνεται υπόψιν το τι συμβαίνει στην αγορά εργασίας και στην παγκόσμια επιστημονική κοινότητα, ώστε να μπορούμε να βρούμε δουλειά πάνω στο αντικείμενο των σπουδών μας.
• Να εξασφαλίζει την εισαγωγή των νέων τεχνολογιών στην εκπαίδευση των φοιτητών και εναλλακτικών μορφών διδασκαλίας.
• Κατά την εγγραφή σε κάθε έτος, ο φοιτητής θα πρέπει να προμηθεύεται επιστημονικό φάκελο που θα περιέχει: πρόγραμμα μαθημάτων, πρόγραμμα εξετάσεων, πληροφορίες και βιβλιογραφία για κάθε μάθημα.
• Να περιλαμβάνει εναλλακτικές μορφές εξέτασης προαιρετικές για τους φοιτητές όπως πρόοδοι και απαλλακτικές εργασίες, κάνοντας έτσι πιο ουσιαστική την γνώση που μας παρέχεται.
• Να αντιμετωπίζει ουσιαστικά το πρόβλημα αλληλοεπικάλυψης μεταξύ των αντικειμένων των μαθημάτων.
• Nα συμπεριλαμβάνεται στα γνωστικά αντικείμενα που καλύπτει το κάθε δίπλωμα και η επάρκεια χρήσης Η/Υ καθώς και επάρκεια γνώσης ξένων γλωσσών.
• Ιδιαίτερα σημαντική θεωρούμε τη διασφάλιση του ενιαίου και αδιάσπαστου χαρακτήρα των πτυχίων μας. Σε σχολές που υπάρχει δυνατότητα επιλογής μαθημάτων ή κατευθύνσεων όπως και προαιρετικών εργαστηρίων, το πρόγραμμα σπουδών θα πρέπει να εγγυάται την μη αναγραφή τους, καθώς και του θέματος της διπλωματικής εργασίας στο πτυχίο, να μη μετατρέπεται δηλαδή το δίπλωμά μας σε ατομικό φάκελο δεξιοτήτων. Θεωρούμε πως κάτι αντίθετο θα συρρίκνωνε τις εργασιακές μας προοπτικές και θα έβαζε την βάση για πτυχία πολλών ταχυτήτων, δυο κύκλων σπουδών κτλ.
Το Πανεπιστήμιο του μέλλοντος οφείλει να κάνει άνοιγμα στην κοινωνία με εξωστρεφείς ενέργειες, δίνοντας τη δυνατότητα στους αυριανούς φοιτητές να επιλέξουν με αντικειμενικά κριτήρια το ίδρυμα που επιθυμούν.
ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΑ
Η δεξιά λογική που είναι παραπάνω από έκδηλη στο σύνολο των άρθρων του νόμου Γιαννάκου, αγγίζει ίσως περισσότερο από οτιδήποτε άλλο την δωρεάν διανομή συγγραμμάτων. Παρότι δεν αναφέρεται ευθέως, η «τυχαία» απουσία εγγυήσεων ότι θα παρέχεται ο απαιτούμενος αριθμός βιβλίων τα οποία θα καλύπτουν το σύνολο της ύλης δεν μπορεί παρά να προβληματίζει και να γεννά αβεβαιότητα. Η πρόθεση του υπουργείου έγινε σαφής πριν ακόμα κατατεθεί το νομοσχέδιο όταν και με τις προτάσεις της «επιτροπής των σοφών» εισαγόταν η έννοια της βιβλιοκάρτας, θεσμός συνυφασμένος με την καταβολή ενός συμβολικού ποσού σε διάφορα ιδρύματα. Στην πορεία και λόγω των αντιδράσεων η συγκεκριμένη λέξη έγινε κόκκινο πανί και κατά συνέπεια αντικαταστάθηκε με μια πιο περιγραφική «βερσιόν» σύμφωνα και με την οποία εξασφαλίζεται: το δικαίωμα δωρεάν προμήθειας αριθμού συγγραμμάτων ίσου με τον αριθμό των υποχρεωτικών και επιλεγόμενων μαθημάτων που απαιτούνται για την λήψη του πτυχίου (άρθρο 15 παρ.2). Όμως σε πολλές σχολές διαφόρων ιδρυμάτων προβλέπεται από τα προγράμματα σπουδών τους ότι για την απόκτηση του πτυχίου, ο κάθε φοιτητής πέραν των υποχρεωτικών μαθημάτων θα πρέπει να πάρει και έναν αριθμό κατ’ επιλογήν μαθημάτων, τα οποία και μπορεί να αλλάξει. Το κενό που αφήνει σε αυτή την περίπτωση ο νέος νόμος είναι μεγάλο και ο στόχος της κατάργησης της δωρεάν παροχής συγγραμμάτων είναι οφθαλμοφανής.
Δε θα μπορούσαμε βέβαια να αφήσουμε ασχολίαστο τον πυρήνα της διάταξης που αναφέρεται στην έννοια του συγγράμματος. Είναι γνωστό πως υπάρχουν μαθήματα στα οποία παρέχονται περισσότερα του ενός βιβλία και ενίοτε πρόσθετες «σημειώσεις» του καθηγητή και ενδεχομένως και λυμένες ασκήσεις. Πλέον επαφίεται στην καλή πρόθεση του κάθε διδάσκοντα το τι θα περιέχεται στο παρεχόμενο «σύγγραμμα» του μαθήματος. Σε πολλά εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας ήδη έχει εφαρμοστεί το μέτρο και οι φοιτητές παίρνουν πλέον δωρεάν μόνο κάποια από τα παραπάνω, με αποτέλεσμα να μην έχουν πλήρη κάλυψη της διδακτέας ύλης αλλά και των γνώσεων που τους είναι απαραίτητες. Η θέση μας λοιπόν στο συγκεκριμένο θέμα είναι σαφής, πρέπει στον κάθε φοιτητή να παρέχονται δωρεάν όλα τα απαραίτητα συγγράμματα ώστε να μπορεί να αποκτήσει μια πλήρη επιστημονική γνώση πάνω στο αντικείμενο του μαθήματος.
Από την άλλη πλευρά δεν μπορούμε να παραβλέψουμε την άναρχη κατάσταση που επικρατεί στον υπάρχοντα τρόπο παροχής των συγγραμμάτων. Βιβλία εικοσαετίας και πλέον που έχουν χάσει κάθε επαφή με τις σύγχρονες τεχνολογίες, με τρόπο γραφής ξεκάθαρα αντιπαιδαγωγικό, βιβλία που οδηγούν σε μονόπλευρη αντίληψη της επιστημονικής πραγματικότητας, που χρησιμεύουν απλά και μόνο ως εργαλεία για την επιτυχή αντιμετώπιση των θεμάτων των εξεταστικών είναι η πραγματικότητα που βιώνουμε καθημερινά. Είναι επιτακτική η ουσιαστική βελτίωση της υπάρχουσας κατάστασης. Με προμετωπίδα την δωρεάν χορήγηση συγγραμμάτων πρέπει να μπούμε σε μια διαδικασία ουσιαστικής ακαδημαϊκής αξιολόγησης των παρεχόμενων συγγραμμάτων τόσο από επιτροπές καθηγητών όσο (κυρίως) από τους ίδιους τους φοιτητές που καλούνται να μελετήσουν μέσω αυτών. Η κατάργηση του μονοπωλίου του ενός και μόνου συγγράμματος πρέπει να πάρει σάρκα και οστά και να καταρτιστούν λίστες με ολοκληρωμένα συγγράμματα τα οποία θα καλύπτουν πλήρως κάθε πτυχή της προς διδασκαλία και εξέταση ύλης. Παιχνίδια συμφερόντων μεταξύ καθηγητών σε βάρος των φοιτητών και του προϋπολογισμού των σχολών πρέπει και θα εκλείψουν.
Η καθιέρωση της δωρεάν παιδείας σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης που θεμελιώθηκε από την κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου είναι από τα σημαντικότερα επιτεύγματα της κοινωνίας μας και σε καμία περίπτωση δεν θα επιτρέψουμε να αλλάξει αυτό.
Η πρότασή μας λοιπόν όσον αφορά τα συγγράμματα περιλαμβάνει:
• Τη δωρεάν χορήγηση συγγραμμάτων ως αναπόσπαστο στοιχείο της δωρεάν τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
• Την ποιοτική αναβάθμιση όλων των παρεχόμενων συγγραμμάτων ώστε να ανταποκρίνονται στις σύγχρονες απαιτήσεις.
• Την κατάργηση του μονοπωλίου των συγγραμμάτων μέσα από μια προτεινόμενη βιβλιογραφία που θα εγκρίνεται από τη Γενική Συνέλευση κάθε τμήματος μετά από εισήγηση του μέλους Δ.Ε.Π. που είναι υπεύθυνο για το μάθημα. Όλα τα αναφερόμενα συγγράμματα θα δημοσιοποιούνται από την αρχή του κάθε εξαμήνου, μέσα από έναν κατάλογο στους φοιτητές, οι οποίοι και θα μπορούν να επιλέξουν τα συγγράμματα της επιλογής τους και θα τους παρέχονται δωρεάν.
• Ουσιαστικοποίηση της διαδικασίας έγκρισης των συγγραμμάτων μέσα από τη συμπλήρωση ερωτηματολογίων από πλευράς φοιτητών για την ποιότητα των συγγραμμάτων. Τα αποτελέσματα από την ανάλυση των απαντήσεων θα είναι καθοριστικά για τη συνέχεια της έκδοσης των συγγραμμάτων.
• Μείωση της γραφειοκρατίας που καθυστερεί αισθητά τη διανομή των συγγραμμάτων στους φοιτητές, ώστε αυτά να δίνονται στην αρχή του εξαμήνου.
• Αποσύνδεση της εξεταστέας ύλης κάθε μαθήματος από το περιεχόμενο ενός συγκεκριμένου συγγράμματος. Δηλαδή στην αρχή κάθε εξαμήνου ο κάθε φοιτητής θα προμηθεύεται με ευθύνη του πανεπιστημίου για κάθε μάθημα έναν φάκελο που θα περιέχει προτεινόμενη βιβλιογραφία, έναν ολοκληρωμένο οδηγό της εξεταστέας ύλης που θα περιέχει ακόμα και λυμένα παλαιότερα θέματα εξεταστικής, καθώς και σημειώσεις, εργασίες και μελέτες βοηθητικά στην παρακολούθηση του μαθήματος.
• Ύπαρξη των προτεινόμενων βιβλίων σε ηλεκτρονική μορφή στην ιστοσελίδα του κάθε μαθήματος.
• Τέλος, επένδυση στην ανάπτυξη και λειτουργία των πανεπιστημιακών τυπογραφείων κάτι το οποίο μπορεί να διευκολύνει την έκδοση πολλαπλών συγγραμμάτων και σίγουρα την τακτική ανατύπωση των όσο ήδη υπάρχουν. Αυτό θα συνεισφέρει σημαντικά στη μείωση των εξόδων της πολιτείας και του πανεπιστημίου, ώστε τα χρήματα που κατασπαταλώνται για αμφιβόλου ποιότητας συγγράμματα να διοχετεύονται για την κάλυψη άλλων αναγκών της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης.
• Σημαντική ποιοτική και ποσοτική αναβάθμιση των πανεπιστημιακών βιβλιοθηκών. Δημιουργία βιβλιοθηκών σε κάθε σχολή και παράλληλη λειτουργία ψηφιακών βιβλιοθηκών με διαδικτυακή αναφορά. Ανάρτηση όλων των συγγραμμάτων στο διαδίκτυο.
• Μετάφραση όλων των ελληνικών συγγραμμάτων στα Αγγλικά, ώστε να εξυπηρετηθούν οι αλλοδαποί φοιτητές.
Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών (Κ.Ε.Σ.)
Το Θέμα των Κ.Ε.Σ. που ανέκυψε το τελευταίο διάστημα, κορυφώθηκε μετά την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου που επιβάλλει στο ελληνικό κράτος τη συμμόρφωση με την Ευρωπαϊκή οδηγία 36/05 που αναφέρεται στην ισοτίμηση των πτυχίων των ελληνικών Πανεπιστημίων με τους τίτλους σπουδών των Κ.Ε.Σ.. Πρωταγωνιστικό ρόλο σε όλη τη διαδικασία έπαιξε ο τότε ευρωβουλευτής της ΝΔ κ. Χατζηδάκης που οδήγησε στην παραπομπή της χώρας μας στο δικαστήριο.
Στην προσπάθεια επιβολής της ιδιωτικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα η κυβέρνηση προσπάθησε αρχικά να αναθεωρήσει το Άρθρο 16 του Συντάγματος το οποίο αναφέρει ρητά ότι απαγορεύεται η ίδρυση των Ιδιωτικών Πανεπιστημίων. Μετά τις μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις του φοιτητικού κινήματος το οποίο αντέδρασε σε αυτήν την αναθεώρηση, αλλά και την αποχώρηση του ΠΑΣΟΚ από την αναθεωρητική διαδικασία η κυβέρνηση βρέθηκε σε αδιέξοδο και δεν μπόρεσε να αναβαθμίσει όπως ήθελε αυτά τα κολέγια σε Ιδιωτικά Πανεπιστήμια.
Εν συνεχεία, προχώρησε στη θέσπιση της Βάσης του 10, η οποία δημιούργησε τεχνητή ζήτηση και αύξησε την πελατεία για αυτά τα κολέγια εγκλωβίζοντας πολλούς νέους οι οποίοι άκουγαν υποσχέσεις περί απόκτησης πτυχίου που θα τους κατοχυρώνει Επαγγελματικά δικαιώματα. Σε αυτήν τη λογική κατήργησε και το ΔΙΚΑΤΣΑ το οποίο αναγνώριζε πτυχία πανεπιστημίων του εξωτερικού και των παραρτημάτων τους βάσει εξετάσεων και προχώρησε στην εφαρμογή του ΔΟΑΤΑΠ, το οποίο έρχεται να αναγνωρίσει de facto τα πτυχία τους παραγκωνίζοντας τις όποιες αξιοκρατικές διαδικασίες που υπήρχαν.
Ακόμη εν μέσω του καλοκαιριού ήρθε να περάσει νόμο που αναγνώριζε επαγγελματικά δικαιώματα στους αποφοίτους των Κ.Ε.Σ. βάζοντας έτσι ένα ακόμη λίθο στον πύργο της ιδιωτικής εκπαίδευσης στη χώρα μας.
Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου φέρνει ριζικές αλλαγές όχι μόνο στα θέματα σπουδών που παρέχουν τα κολέγια, αλλά επίσης στην αγορά εργασίας και στις διαδικασίες προσλήψεων. Με την απόφαση του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ξεκαθαρίζεται ότι δεν τίθεται θέμα άρθρου 16, καθώς τα κολέγια δεν ανήκουν στο εκπαιδευτικό σύστημα της Ελλάδας, αλλά του κράτους-μέλους που είναι εγκατεστημένο το ίδρυμα το οποίο χορηγεί το δίπλωμα.
Οι κάτοχοι αυτών των πτυχίων θα πρέπει να έχουν πλέον όλα τα προνόμια που προβλέπονται για τους πτυχιούχους Α.Ε.Ι. (δηλαδή αυξημένες αποδοχές και επαγγελματική εξέλιξη), ενώ παλιότερα ο δημόσιος τομέας και οι διαγωνισμοί του ΑΣΕΠ δεν δέχονταν τους αποφοίτους των Κ.Ε.Σ. Τέλος, όλες οι Επαγγελματικές Ενώσεις και τα Επιμελητήρια της χώρας υποχρεώνονται να εγγράφουν τους απόφοιτους κολεγίων στα μητρώα τους.
Ένα ακόμη κομμάτι της απόφασης του Δικαστηρίου είναι ότι το Ελληνικό κράτος δεν έχει καμία δικαιοδοσία οποιοδήποτε ελέγχου στα Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών αφήνοντας ουσιαστικά την Παιδεία έρμαιο στα χέρια και τα συμφέροντα των Ιδιωτών.
Πάγια θέση της ΠΑΣΠ είναι η θωράκιση και η διεύρυνση του ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΩΡΕΑΝ χαρακτήρα της ΠΑΙΔΕΙΑΣ και η ανάπτυξη των δομών εκείνων ώστε να διασφαλίζεται ότι κανένας φοιτητής δεν θα αναγκάζεται να καταφεύγει σε αυτά τα μαγαζιά επιδιώκοντας να διεκδικήσει το μέλλον που ονειρεύεται. Συγκεκριμένα θεωρούμε απαραίτητη την άμεση απόσυρση του μέτρου της βάσης του 10, το οποίο αφήνει εκτός τριτοβάθμιας εκπαίδευσης χιλιάδες νέους και δημιουργεί τεχνητή ζήτηση για τα ΚΕΣ. Επιπροσθέτως είναι αναγκαία η άμεση αύξηση της χρηματοδότησης και η στήριξη των Πανεπιστημίων και ΤΕΙ με την επιβολή ενός συστήματος αξιολόγησης το οποίο θα φέρει διαφάνεια διαχείρισης και εντοπισμό των ελλείψεων οι οποίες οδηγούν στην σταδιακή απαξίωση των πτυχίων μας.
Είναι προφανές πως δεν νοείται συζήτηση για αναθεώρηση του Άρθρου 16 διότι αυτό θα έβαζε οριστικά τέλος στη ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΩΡΕΑΝ τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Θεωρούμε απαραίτητο η Ελληνική Κυβέρνηση να κινηθεί νομικά εναντίον της απόφασης που εξέδωσε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και να μην προχωρήσει σε συμμόρφωση με την οδηγία 36/05.
Τέλος , δεν θεωρούμε ότι οι απόφοιτοι των Κ.Ε.Σ. πρέπει να οδηγηθούν στον επαγγελματικό αδιέξοδο και αποκλεισμό. Είναι σαφές ότι πρέπει να υπάρξει ενός τύπου αναγνώριση των πτυχίων των αποφοίτων και απόδοση κάποιον επαγγελματικών δικαιωμάτων όπως αυτά απορρέουν από τα μαθήματα που διδάσκονται, διότι είναι πολίτες που χρηματοδοτούσαν επί 3 χρόνια τις σπουδές τους, στερώντας χρήματα από την οικογένεια τους, και θυσιάζοντας την προσωπική τους ζωή, ελπίζοντας σε ένα καλύτερο μέλλον. Τα λάθη της κυβέρνησης δεν πρέπει να τα επωμιστούν πάλι οι νέοι. Από την άλλη όμως σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει τα πτυχία των Κ.Ε.Σ. να αναγνωρίζονται ως ισότιμα των Α.Ε.Ι. και Τ.Ε.Ι..
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟ ΑΣΥΛΟ
Η ύπαρξη του ακαδημαϊκού ασύλου αποτελεί χωρίς καμία αμφιβολία σημείο αναφοράς της δημοκρατίας για ολόκληρη την κοινωνία. Το άσυλο των ιδεών, της ελεύθερης ανταλλαγής απόψεων, της σκέψης και έκφρασης είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την πολυφωνία και τον γόνιμο διάλογο στα πλαίσια των ελεύθερων πνευμάτων που προβληματίζονται σχετικά με τα τεκταινόμενα στην κοινωνία και το γενικότερο υπάρχον σύστημα. Αυτός ακριβώς ο θεσμός ήταν που ακόμα και σε μαύρες περιόδους όπως η Χούντα αποτέλεσε ασπίδα για τους φοιτητές και που εξασφάλισε 3 μέρες για να διαδοθεί το μήνυμα της ελευθερίας πριν το αιματοκύλισμα των τανκς. Τα τελευταία χρόνια των φοιτητικών κινητοποιήσεων ο συγκεκριμένος θεσμός δίνει βήμα στον πολιτικό προβληματισμό και δικαίωμα στην αμφισβήτηση των αναχρονιστικών κυβερνητικών επιλογών. Ορμώμενοι από εκεί οι φοιτητικοί σύλλογοι επιλέγουν μορφές πάλης που είναι σαφές ότι υπό άλλες συνθήκες θα έρχονταν σε άμεση σύγκρουση με τις δυνάμεις καταστολής, όπως άλλωστε γίνεται σε κάθε πορεία.
Είναι όμως γεγονός πως σε πλήθος περιπτώσεων παρατηρείται κατάχρηση του θεσμού του ασύλου και παράνομων ενεργειών να λαμβάνουν χώρα μέσα σε αυτό. Είναι κοινώς αποδεκτό πως το πανεπιστημιακό άσυλο δεν μπορεί να χρησιμοποιείται για την προστασία κοινών εγκληματιών. Αν και τα περιστατικά διακίνησης ναρκωτικών, σεξουαλικών επιθέσεων, κλοπών και καταστροφής της δημόσιας περιουσίας δεν είναι στην κλίμακα που παρουσιάζεται από δεξιούς και ακροδεξιούς κύκλους οι οποίοι αποβλέπουν στην σταδιακή κατάργηση του ασύλου, δεν παύουν να είναι υπαρκτά. Επίσης πραγματικότητα αποτελεί η παραμονή εντός του χώρου ασύλου, ομάδων εξωθεσμικών οι οποίοι το χρησιμοποιούν ως ορμητήριο για να συγκρούονται με τις αστυνομικές δυνάμεις. Μέσα σε όλα αυτά θα πρέπει να συνυπολογίσουμε και προβοκατόρικες ενέργειες με στόχο να κάνουν το άσυλο συνώνυμο χώρου που βασιλεύει η ανομία, όπως ο πυροβολισμός της κλούβας των ΜΑΤ στην οδό Κοκκινοπούλου, που έλαβε χώρα σε μία ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο για το πανεπιστήμιο. Επιδίωξη δεν είναι φυσικά άλλη από την πλήρη αποδόμηση του θεσμού στα μάτια της κοινής γνώμης και όποιος δεν αντιλαμβάνεται την στοχοποίηση των φοιτητών και του κινήματος συνολικά ως ταραξιών, εθελοτυφλεί.
Πατώντας πάνω στην στρεβλή άποψη της κοινωνίας για το άσυλο, ήρθε η κυβέρνηση με τον νόμο πλαίσιο, όπου μεταξύ πολλών άλλων αντιδραστικών άρθρων, θέλησε να «βάλει τάξη» στον «ταλαιπωρημένο» αυτό θεσμό. Η λογική της προσπάθειας περιορισμού του ασύλου ήταν σε κάθε περίπτωση παραπάνω από έκδηλη. Η παράγραφος 4 όπου αναφέρεται η συγκεκριμενοποίηση των χώρων μάθησης και έρευνας ως των μόνων χώρων που θα καλύπτονται από το άσυλο, είναι το πρώτο βήμα στην γενικότερη αντίληψη που τίθεται από την δεξιά και θα οδηγήσει στην πλήρη κατάργησή του. Παράλληλα η κατάργηση της επιτροπής ασύλου (ενός θεσμού που ποτέ δεν λειτούργησε ουσιαστικά) και ο ορισμός του πρυτανικού συμβουλίου ως αρμόδιου οργάνου για την άρση του ασύλου προκαλεί ανησυχία για τον ξεκάθαρο παραγκωνισμό των φοιτητών και της γνώμης τους για ένα τόσο σημαντικό ζήτημα. Ιδιαίτερα σε ιδρύματα όπου ο πρύτανης έχει εκλεγεί ως η αποτύπωση μιας δεξιάς μερίδας φοιτητών και καθηγητών, καθίσταται σαφές πόσο επίφοβο είναι να ανατίθεται μια τέτοια ευθύνη σε ένα καθηγητικό σχήμα. Όσο μάλιστα πληθαίνουν οι φήμες περί άρσης του ασύλου κάθε φορά που λαμβάνει χώρα το παραμικρό γεγονός, έντονος προβληματισμός διακατέχει όσους μάχονται για την ουσιαστική αξιοποίηση του συγκεκριμένου θεσμού.
Απέναντι σε όσους θέλουν να καταντήσουν το άσυλο ένα μουσειακό έκθεμα χωρίς καμία απολύτως ισχύ, που απλά και μόνο θα θυμίζει νοσταλγικά περασμένους αγώνες, πρέπει να απαντήσουμε με αποφασιστικότητα. Η προσπάθεια για την προάσπιση του ασύλου πρέπει να είναι καθολική από όλους τους πολιτικούς χώρους. Η από κοινού δράση φοιτητών και μελών ΔΕΠ με τη δημιουργία αντίστοιχων επιτροπών αποτελεί τον πλέον ουσιαστικό τρόπο προάσπισης του θεσμού του ασύλου. Φυσικά δεν θα μπορούσαμε να μην πάρουμε σαφή θέση σχετικά με τον τρόπο άρσης του ασύλου όταν αυτό κρίνεται απολύτως αναγκαίο. Προτείνουμε λοιπόν την αντικατάσταση του πρυτανικού συμβουλίου από την σύγκλητο η οποία και θα αποφασίζει με αυξημένη πλειοψηφία 4/5. Θεωρούμε πως το συγκεκριμένο ποσοστό αντικατοπτρίζει μια ευρύτερη συναίνεση (καθώς η απλή πλειοψηφία δεν θα αρκούσε για την λήψη μιας τέτοιας απόφασης), χωρίς να δεσμεύεται από αναχρονιστικές φωνές που για μικροπολιτικές σκοπιμότητες δεν θα συνηγορήσουν ποτέ στην άρση του ασύλου, πράγμα που θα συνέβαινε στην περίπτωση που απαιτούταν ομοφωνία.
Χρέος όλων μας στις γενιές που μας κληροδότησαν μέσω των αγώνων τους τον θεσμό του ακαδημαϊκού ασύλου, αλλά και στις γενιές που θα ακολουθήσουν, είναι η προάσπισή του από οποιονδήποτε προσπαθεί να το περιστείλει και η εξύψωσή του στα μάτια της κοινωνίας ώστε να συνεχίσει να αποτελεί σύμβολο της δημοκρατίας. Για αυτό, συνοψίζοντας, σαν υπεύθυνη και αγωνιστική δύναμη προτείνουμε τα εξής:
• Την αντικατάσταση του πρυτανικού συμβουλίου, ως αρμόδιου οργάνου για την άρση του ασύλου, από την σύγκλητο όπου η απόφαση θα λαμβάνεται με αυξημένη πλειοψηφία 4/5
• Διεύρυνση του φάσματος των λεγόμενων αυτόφωρων κακουργημάτων, κατά την τέλεση των οποίων οι αστυνομικές δυνάμεις επεμβαίνουν αυτεπάγγελτα, ώστε αυτά να περιλαμβάνουν και περιπτώσεις όπως οι βιασμοί και οι εμπρησμοί
Αναβάθμιση της ασφάλειας των χώρων εντός των ιδρυμάτων με εγκατάσταση δυνατού ηλεκτρικού φωτισμού σε όλα τα τμήματα του ιδρύματος, με προσθήκη περιφράξεων σε μέρη όπου κάποιος μπορεί να εισέλθει ανενόχλητος αλλά και ηλεκτρονικών συναγερμών σε χώρους όπου φυλάσσονται υλικά μεγάλης αξίας πχ κέντρα ηλεκτρονικών υπολογιστών, εργαστήρια.
ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΕΞΕΤΑΣΗΣ
Είναι κοινώς αποδεκτό ότι σε πολλές σχολές και τμήματα υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός φοιτητών που μπαίνουν στα αμφιθέατρα μόνο τρεις φορές το χρόνο και αυτές είναι όταν υπάρχει εξεταστική περίοδος. Τα πανεπιστήμια τείνουν να μετατραπούν σε απέραντα εξεταστικά κέντρα με Εξετάσεις που αντί να προάγουν την κριτική σκέψη προάγουν την παπαγαλία και την «αντιγραφή».
Η επιστημονική επάρκεια δεν μπορεί και δεν πρέπει να πιστοποιείται με τη συλλογή βαθμών που προέρχονται από ένα εξεταστικό σύστημα που αξιολογεί τη δυνατότητα απομνημόνευσης. Αντίθετα, η εκτίμησή της πρέπει να είναι βασισμένη στη δυνατότητα του φοιτητή, μεθοδολογικά, να κατακτά τη γνώση. Για το λόγο αυτό το Πανεπιστήμιο – εξεταστικό κέντρο, που βάζει το φοιτητή στη λογική της αποστήθισης πρέπει να απορριφθεί. Ουσιαστικά πρόκειται για μέθοδο δι’ αλληλογραφίας απόκτησης πτυχίου και μάλιστα (σύμφωνα με το Σύνταγμα της χώρας) με πλήρη επαγγελματικά δικαιώματα και επιστημονικά εχέγγυα.
Μπροστά σε αυτή την θλιβερή κατάσταση πρέπει να προτείνουμε εναλλακτικές μορφές εξέτασης του φοιτητή που θα κάνουν ουσιαστικότερη τη συμμετοχή του στο μάθημα ενώ θα του δίνουν την ευκαιρία να γίνει κάτοχος πολύπλευρης γνώσης και κριτικής σκέψης στα διάφορα γνωστικά αντικείμενα. Η αναζήτηση λοιπόν εναλλακτικών μορφών εξέτασης που θα βασίζονται σε συλλογικές εργασίες με απαλλακτικό χαρακτήρα, είτε σε εξετάσεις που θα αξιολογούν την κριτική ικανότητα του σπουδαστή είναι επιβεβλημένα βήματα αλλαγών που πρέπει άμεσα να εφαρμοστούν.
Σε κάθε εξεταστική περίοδο είναι έκδηλο το φαινόμενο δυσπιστίας των περισσότερων φοιτητών απέναντι σε τυχόν αρνητικά αποτελέσματα και υπάρχει σε όλους μας η διακαής επιθυμία για πλήρη διαφάνεια στην αξιολόγηση των γραπτών μας.
Η Π.Α.Σ.Π. βασιζόμενη στους έξης τέσσερις άξονες:
- τη διαφύλαξη των φοιτητών,
- τη διαφύλαξη του κύρους των καθηγητών,
- την ομαλή λειτουργία του Πανεπιστημίου,
- την κατάργηση του Πανεπιστημίου-εξεταστικού κέντρου, προτείνει:
• Εκσυγχρονισμό του τρόπου εξέτασης. Την θέσπιση εξέτασης στα πρότυπα πανελλαδικών εξετάσεων όσον αφορά στο θέμα της μη αναγνώρισης του εκάστοτε εξεταζομένου από τους εξεταστές. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να επικαλύπτεται το όνομα του εξεταζόμενου και η εξέταση του γραπτού να γίνεται βάσει κωδικού και έπειτα να γίνεται η αντιστοίχηση του διορθωμένου από τον διδάσκοντα καθηγητή γραπτού με τον φοιτητή στον οποίο ανήκει.
• Απαλλακτικές εργασίες που θα βοηθούν στην εμβάθυνση του αντικειμένου του μαθήματος τις οποίες θα παρουσιάζει ο φοιτητής και θα βαθμολογείται αναλόγως.
• Καθιέρωση βοηθητικών εργασιών σε όλα τα μαθήματα ο βαθμός των οποίων θα συνυπολογίζεται στον τελικό βαθμό εξέτασης του μαθήματος.
• Καθιέρωση «προόδων» στα μισά του εξαμήνου οι οποίες δεν θα είναι υποχρεωτικές αλλά όποιος φοιτητής επιλέξει να τις δώσει στο τέλος θα εξετάζεται στη μισή εξεταστέα ύλη και ο βαθμός των «προόδων» θα συνυπολογίζεται στον τελικό βαθμό εξέτασης του μαθήματος.
• Κάθε φοιτητής να έχει το δικαίωμα (σε όλα τα μαθήματα) να βλέπει διορθωμένο το γραπτό του. Επίλυση όλων των θεμάτων της εξεταστικής από τους αρμόδιους καθηγητές και δημοσιοποίησή τους (π.χ. μέσα από τις σχετικές ιστοσελίδες των μαθημάτων).
• Δημοσιοποίηση του ποσοστού συμμετοχής των φοιτητών σε κάθε εξέταση καθώς και του ποσοστού επιτυχόντων. Επανάληψη της εξέτασης για τους αποτυχόντες φοιτητές εφόσον το ποσοστό αποτυχίας είναι υπερβολικά μεγάλο.
• Δυνατότητες βελτίωσης βαθμολογίας, καθώς και δικαίωμα αναβαθμολόγησης από διαφορετικό διδάσκοντα σε περίπτωση που θεωρηθεί από το φοιτητή μη ορθολογική και αντικειμενική διόρθωση.
• Εξέταση θεμάτων που να αξιολογούν την κριτική ικανότητα του φοιτητή και όχι την στείρα απομνημόνευση των σωστών απαντήσεων. Επέκταση του θεσμού των ερωτήσεων πολλαπλής επιλογής κατά την εξέταση ενός μαθήματος ώστε να παταχθεί το φαινόμενο της «παπαγαλίας» και να αναπτυχθεί η κριτική σκέψη.
• Το πρόγραμμα της εξεταστικής περιόδου να είναι αποτέλεσμα συνεργασίας της γραμματείας με τους εκπροσώπους των φοιτητών ούτος ώστε να ανακοινώνεται έγκαιρα.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΙΤΛΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΑΛΛΟΔΑΠΗΣ
Μία κίνηση που θα έπρεπε να γίνει από τα κράτη-μέλη, για να εξασφαλιστεί ένα ενοποιημένο πλαίσιο αναγνώρισης τίτλων εντός κι εκτός της Ε.Ε., θα ήταν σύμφωνα με τις Συνθήκες της Μπολόνια και της Πράγας, η μετεξέλιξη όλων των Οργανισμών αναγνώρισης τίτλων αλλοδαπής που υπήρχαν στα κράτη-μέλη, σε σύγχρονα διεπιστημονικά κέντρα, πληροφόρησης πολιτών σχετικά με την εκπαίδευση, και αρμόδια για την αναγνώριση Βασικών Πτυχίων και Μεταπτυχιακών Τίτλων. Η μετεξέλιξη αυτή, θα έπρεπε να γίνει λαμβάνοντας υπόψη και τις κοινωνικοοικονομικές ανάγκες των κρατών-μελών.
Η παραπάνω αναφορά έχει μείζονα σημασία για το νομοσχέδιο για τη μετεξέλιξη του ΔΙΚΑΤΣΑ σε ΔΟΑΤΑΠ.
Το ΔΙΚΑΤΣΑ, ήταν το αρμόδιο όργανο, αξιολόγησης, κρίσης κι αναγνώρισης τίτλων σπουδών εντός κι εκτός Ε.Ε.
Βάση του θεσμικού πλαισίου του ΔΙΚΑΤΣΑ, οι τίτλοι των χωρών τόσο της Ε.Ε. όσο και εκτός αυτής, αναγνωρίζονταν ως ανώτατοι μόνο αν πληρούσαν τα κριτήρια της Ελληνικής Ανώτατης Εκπαίδευσης και τα κριτήρια του Ελληνικού Συντάγματος. Επιπλέον οι κάτοχοι Τίτλων εκτός Ε.Ε. έπρεπε βάση του θεσμικού πλαισίου του ΔΙΚΑΤΣΑ να εξετάζονται σε μαθήματα ειδικότητας ή θα έπρεπε να έχουν 3χρονη προϋπηρεσία στη χώρα αποφοίτησής τους για την αναγνώριση των πτυχίων τους. Τα πτυχία των 3χρονων Ιδρυμάτων ή συναφών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων δεν αναγνωρίζονταν ως Πτυχία Ανώτατης Εκπαίδευσης ακόμα κι αν αυτό γινόταν στη χώρα προέλευσής τους.
Η ΠΑΣΠ, πιστεύει πως μια μετεξέλιξη του ΔΙΚΑΤΣΑ, ήταν απαραίτητη στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης, αλλά και λόγω των «κακώς κειμένων»που παρατηρήθηκαν κατά τη λειτουργία του. Δε θεωρούμε όμως σε καμία περίπτωση πως θα έπρεπε να ανατραπεί, όπως κι έγινε, το υφιστάμενο καθεστώς της αναγνώρισης των Πτυχίων της αλλοδαπής.
Η μετεξέλιξη του ΔΙΚΑΤΣΑ σε ΔΟΑΤΑΠ ανατρέπει, δυστυχώς, όλα τα ισχύοντα ως σήμερα. Βάση της κείμενης νομοθεσίας αλλάζει ουσιαστικά μόνο ο τρόπος αναγνώρισης των πτυχίων, κάνοντας οφθαλμοφανέστατη την κυβερνητική προσπάθεια για το «άνοιγμα παραθύρων», με στόχο την αναγνώριση Πτυχίων 3χρονης φοίτησης Ιδιωτικής Εκπαίδευσης ως 1ων Ακαδημαϊκών Τίτλων και ουσιαστικά προχωρά σε de facto αναγνώριση της Ιδιωτικής Εκπαίδευσης, δηλαδή των «πληρωμένων πτυχίων».
Όλα τα παραπάνω στηρίζονται στο ότι ο ΔΟΑΤΑΠ αναγνωρίζει ως Τίτλους Ανώτατης Εκπαίδευσης όλους αυτούς που προέρχονται από Τριτοβάθμια Ιδρύματα, ανεξαρτήτως των ετών φοίτησης, και τα οποία στη χώρα προέλευσής τους είναι αναγνωρισμένα ως Ιδρύματα Ανώτατης Εκπαίδευσης. Επιπλέον αναγνωρίζεται ως Πτυχίο Ανώτατης Εκπαίδευσης, κάθε Πτυχίο που προέρχεται από χώρα της Ανατολικής Ευρώπης και εφόσον το Ίδρυμα αποφοίτησης του κατόχου λογίζεται ως Ανώτατο στη χώρα αυτή.
Δυστυχώς, σε όλα τα παραπάνω δεν παρατηρείται καμία αξιόλογη αντίδραση από τις άλλες παρατάξεις πλην της δαιμονοποίησης των Συνθηκών Μπολόνιας-Πράγας, καθώς θεωρούν πως η μετεξέλιξη του ΔΙΚΑΤΣΑ επιβλήθηκε από την Ε.Ε. Θέση η οποία είναι παραπλανητική και ψευδής καθώς το Εθνικό Σύνταγμα και Δίκαιο υπερέχουν του Ευρωπαϊκού κυρίως σε θέματα Παιδείας.. Η πρακτική σημασία των παραπάνω, έχει να κάνει με το ότι η Κυβέρνηση μπορούσε αλλά δεν ήθελε να αποτρέψει την ουσιαστική αναγνώριση των τριετών Πτυχίων ως Ανώτατων, καθώς κάνει πράξη τη νεοφιλελεύθερη αντίληψή της όπως αυτή είχε εκφραστεί από τους Χατζηδάκη-Τρακατέλλη στο Ευρωκοινοβούλιο.
ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ
Τα δεδομένα της σύγχρονης εποχής αποδεικνύουν ότι την πραγματική δύναμη σήμερα την κατέχουν αυτοί οι οποίοι έχουν ευθεία πρόσβαση στη γνώση η οποία και συνεχώς εμπλουτίζεται με νέα στοιχεία που την καθιστούν ως την πλέον εξελισσόμενη διαδικασία του σήμερα. Είναι αναμενόμενο λοιπόν ότι περιζήτητος σήμερα είναι αυτός ο οποίος βρίσκεται σε προνομιακή θέση σε σχέση με τη γνώση αλλά και τις σύγχρονες επιστημονικές εξελίξεις.
Σε αυτό το διαμορφωμένο σκηνικό γύρω μας, και παρά τις αναχρονιστικές αντιλήψεις κάποιων αριστεριστών, δεν μπορούμε να απομονώσουμε τους εαυτούς μας. Το πανεπιστήμιο ως ο κυριότερος και πιο αξιόπιστος φορέας γνώσης, οφείλει να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στην προσπάθεια της χώρας μας να απαντήσει με τρόπο σύγχρονο στις εξελίξεις. Ειδικότερα μάλιστα η ανάπτυξη των μεταπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών χρήζουν βαρύνουσας σημασίας στην δυνατότητα που μας δίνεται να σταθούμε ισχυροί στο νέο αυτό τοπίο.
Βασική προϋπόθεση και αδιαπραγμάτευτος όρος που πρέπει να διέπει τη λειτουργία όλων των Μεταπτυχιακών Προγραμμάτων είναι ο Δωρεάν χαρακτήρας των μεταπτυχιακών προγραμμάτων, μιας και λειτουργούν στα πλαίσια του Δημόσιου Πανεπιστημίου.
Η απόκτηση μεταπτυχιακού διπλώματος δεν εξασφαλίζει και δεν πρέπει να εξασφαλίζει επιπλέον επαγγελματικά δικαιώματα από αυτά που ήδη παρέχονται από το πτυχίο, αλλά να δηλώνει τις επιπλέον γνώσεις του κατόχου του (την εξειδίκευσή του), σε κάποιο τομέα.
Εδώ οφείλουμε να αναφερθούμε στην αδιανόητη «μεταρρύθμιση» της ΝΔ, σύμφωνα με την οποία οι κάτοχοι διπλώματος 5ετών σχολών δεν μπορούν πλέον να εκπονούν τη διδακτορική τους διατριβή χωρίς να είναι υποχρεωμένοι να πραγματοποιήσουν μεταπτυχιακές σπουδές, δικαίωμα που μέχρι πρόσφατα τους έδινε η ακαδημαϊκή αναγνώριση των πτυχίων των 5ετών σχολών ως ισότιμων με master. Κάτι τέτοιο μας βρίσκει κάθετα αντίθετους καθώς εδώ και χρόνια παλεύουμε όχι μόνο για ακαδημαϊκή αλλά και εργασιακή αναγνώριση των πτυχίων των 5ετών σχολών ως ισότιμων με master.
Είναι δεδομένο ότι απαιτείται η δημιουργία νέων προγραμμάτων που να έχουν ως αναφορά τις νέες αναπτυσσόμενες ειδικότητες, τις νέες επιστημονικές εξελίξεις, έτσι ώστε να αντιμετωπιστεί και το πρόβλημα μεγάλης εξαγωγής φοιτητών που επιλέγουν να παρακολουθήσουν μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών στο εξωτερικό. Επιθυμούμε την δημιουργία περισσότερων μεταπτυχιακών, τόσο σε κάθε σχολή ξεχωριστά-αυτόνομα (ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑ και ΤΕΙ), όσο και σε συνεργασία με άλλα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα εσωτερικού και εξωτερικού.
Η διαφάνεια στην επιλογή αυτών που θα φοιτήσουν σε μεταπτυχιακά προγράμματα αποτελεί για εμάς κυρίαρχο ζήτημα. Είναι λοιπόν αναγκαία η θέσπιση αξιοκρατικών κριτηρίων που θα υποδεικνύουν το πώς επιλέγεται κανείς. Πλήρης διαφάνεια θα πρέπει να εξασφαλίζεται και στη διάθεση των κονδυλίων μέσω δημοσιοποίησης των σχετικών διαδικασιών.
Οι αμοιβές των μεταπτυχιακών φοιτητών που απασχολούνται στα Πανεπιστήμια, είτε χρησιμοποιούνται σαν βοηθοί των μελών ΔΕΠ, δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται με τη μορφή ενός φιλοδωρήματος που δίνεται από τον καθηγητή, αλλά ως ανταμοιβή μιας πνευματικής εργασίας. Να αποτελεί ο μεταπτυχιακός φοιτητής ισότιμο μέλος τις ακαδημαϊκής κοινότητας και να μπορεί να διεκδικεί τα δικαιώματά του, μέσα από τις αρχές της δημοκρατίας και του συνδικαλισμού.
Οφείλουμε να εκτιμήσουμε τις δεδομένες ανάγκες της αγοράς εργασίας στους κλάδους που ασχολείται κάθε πρόγραμμα και άμεσα να απαντήσουμε στις σύγχρονες απαιτήσεις. Δε μπορεί όμως να είναι επαρκής ποτέ ένας σχεδιασμός ο οποίος στοχεύει μόνο στην κάλυψη βραχυπρόθεσμων αναγκών και όχι των μακροπρόθεσμων στόχων μιας συνολικής αναπτυξιακής προσπάθειας, όχι μόνο για τα μεταπτυχιακά, αλλά και συνολικά για την παιδεία. Είναι λάθος η αντιμετώπιση του θέματος με μια στενή τεχνοκρατική αντίληψη. Για εμάς σημαντική πτυχή του ρόλου του Πανεπιστημίου είναι η διάχυση της γνώσης στην κοινωνία και θεωρούμε καθοριστική τη συμβολή των μεταπτυχιακών προγραμμάτων τα οποία θα συμβάλουν αφενός στην εξέλιξη της γνώσης και της επιστήμης και αφετέρου στη συνολική ανάπτυξη της χώρας.
Συνοπτικά οι τίτλοι που θα χορηγούνται από μεταπτυχιακές σπουδές θα είναι :
• Μ.Δ.Ε.: Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Ειδίκευσης
Αναφέρεται σε συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο του οικείου τμήματος (ή συνδυασμό γνωστικών πεδίων σε διατμηματικό). Η εξειδίκευση που προσφέρει αναφέρεται στον τίτλο σπουδών. Ο χρόνος απόκτησης του δεν θα πρέπει να είναι μικρότερος από 2 εξάμηνα. Συνιστάται όμως τα προγράμματα αυτά να οδηγούν σε ΜΔΕ μετά το πέρας 4 εξαμήνων ένα εκ των οποίων θα αφιερώνεται αποκλειστικά στην εκπόνηση της μεταπτυχιακής εργασίας.
• Δ.Δ.: Διδακτορικό Δίπλωμα
Ο χρόνος απόκτησης του πρέπει να είναι κατ’ ελάχιστο τρία χρόνια εκ των οποίων στο πρώτο θα διενεργούνται μαθήματα (απαλοιφή αν υπάρχει αντίστοιχο μεταπτυχιακό δίπλωμα) ενώ στα άλλα δύο κατάλληλη έρευνα. Απαραίτητη θεωρείται η πληρωμή κατά τη διάρκεια αυτού. Σε πενταετείς σχολές επιπέδου master δεν θεωρείται απαραίτητη απόκτηση Μ.Δ.Ε. ώστε να μπορέσει κάποιος να αποκτήσει Δ.Δ.
ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΦΟΙΤΗΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ
Είναι κοινά αποδεκτό πως την τελευταία δεκαπενταετία το Φοιτητικό Κίνημα στη χώρα μας αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα αξιοπιστίας και σοβαρής και συγκροτημένης λειτουργίας.
Η ευθύνη για την αρνητική πορεία του Φοιτητικού Κινήματος και των οργάνων του (σύλλογοι φοιτητών, Ε.Φ.Ε.Ε.) ανήκει σε όλες τις παρατάξεις. Μεγάλη είναι και η ευθύνη που βαραίνει και τη δική μας παράταξη γιατί συνεισφέραμε και εμείς με τη δράση μας στη δημιουργία αυτής της κατάστασης. Δυστυχώς δεν καταφέραμε να αξιοποιήσουμε την δυνατότητα που μας έδωσε ο νόμος 1268 του 1982 που καθιέρωνε τη συμμετοχή των φοιτητών στα όργανα συνδιοίκησης των ιδρυμάτων. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι λειτουργήσαμε με βάση μια στενή μικροκομματική λογική και πολλές φορές με έλλειψη προγραμματισμού δράσης της οργάνωσης και ουσιαστικής λειτουργίας, κάτι το οποίο έδωσε σε αρκετούς εκπροσώπους μας στα όργανα συνδιοίκησης την ευκαιρία να ασκήσουν « προσωπική πολιτική», πλήττοντας σημαντικά την αξιοπιστία μας και ως παράταξη αλλά και ως Φοιτητικό Κίνημα γενικότερα.
Σήμερα υπάρχει ανάγκη να προχωρήσουμε με τολμηρά βήματα και με βάση έναν συνολικό σχεδιασμό για την αλλαγή της δομής του Φ.Κ. και την καθιέρωση δομών και λειτουργιών που θα ανατρέψουν το σημερινό κλίμα αμφισβήτησης και θα δώσουν τη δυνατότητα στους φοιτητές να παρέμβουν ουσιαστικά και να λειτουργήσουν με βάση τις σημερινές συνθήκες και ανάγκες.
Για να συμβεί όμως κάτι τέτοιο, είναι αναγκαίο οι ίδιες οι φοιτητικές παρατάξεις να υπερβούν τους εαυτούς τους και να αντιληφθούν επιτέλους ότι ο ρόλος τους είναι η κατάθεση θέσεων και προτάσεων για τα προβλήματα των πανεπιστημίων και της νέας γενιάς γενικότερα. Επίσης θα πρέπει να αντιληφθούν ότι οφείλουν να παρεμβαίνουν ουσιαστικά στα όργανα συνδιοίκησης των ιδρυμάτων διεκδικώντας την υλοποίηση των θέσεων τους συνεισφέροντας έτσι στη δημοκρατική και ουσιαστική λειτουργία των συλλογικών οργάνων των φοιτητών.
Η Π.Α.Σ.Π., μην έχοντας να φοβηθεί τίποτα καλεί τις λοιπές παρατάξεις των απερχόμενων Κ.Σ. ΕΣΕΕ και ΕΦΕΕ σε κοινή έκδοση φοιτητικών αποτελεσμάτων και διοχέτευσή τους στα Μ.Μ.Ε. από ανεξάρτητη κι έγκυρη εταιρεία δημοσκοπήσεων.
Κρίνουμε ως απαραίτητα τα παραπάνω βήματα, ως ριζοσπαστικές αλλαγές αναζωογόνησης του Φοιτητικού Κινήματος και πλήρους αναδιάρθρωσής του. Μόνο έτσι το Ελληνικό Φοιτητικό Κίνημα μέσω της ESIB στην οποία πρέπει να μετάσχει ισότιμα με τα υπόλοιπα Φοιτητικά Κινήματα των χωρών της Ε.Ε. θα μπορέσει να εκφράσει δυναμικά ρηξικέλευθες απόψεις, θέσεις και προτάσεις για την Ευρωπαϊκή Ανώτατη Εκπαίδευση με βάση το διάλογο και την αρχή της επικύρωσης της λαϊκής φοιτητικής θέλησης.
Μόνο έτσι η Πολιτεία θα αρχίσει να αντιμετωπίζει τους φοιτητές ως ισότιμους συνομιλητές.
Συνοπτικά Η Π.Α.Σ.Π. προτείνει:
• Άμεση διενέργεια Πανσπουδαστικού Συνεδρίου.
• Άμεση συγκρότηση ΕΦΕΕ και ΕΣΕΕ με ορισμένο Δ.Σ. και Πρόεδρο που θα την εκπροσωπούν σε όλες τις θεσμικές συμμετοχές της.
• Κεντρική Διαπαραταξιακή Εφορευτική επιτροπή για κοινή έκδοση αποτελεσμάτων.
• Εκσυγχρονισμός των καταστατικών των Φοιτητικών Συλλόγων.
• Συμμετοχή της ΕΦΕΕ στην ESIB.
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ - ΙΔΒΕ
Την σημερινή εποχή όπου οι επιστημονικές εξελίξεις τρέχουν και η διάχυση της γνώσης μέσα στην παγκοσμιοποιημένη κοινωνία στην οποία ζούμε γίνεται πιο εύκολα από ποτέ, δημιουργείται η ανάγκη της διάχυσης των νέας γνώσης, της νέας πληροφορίας.
Ø Αναγνωρίζοντας λοιπόν την ανάγκης της κατάρτισης του επιστημονικού και εργατικού δυναμικού μιας χώρας και αντιλαμβανόμενοι το πρόβλημα ανεργίας που δημιουργείται τα τελευταία χρόνια στις μέσες και μεγαλύτερες ηλικίες του πληθυσμού διότι δεν θεωρούνται ανταγωνιστικοί μιας και δεν είναι σε θέση να είναι γνώστες των τελευταίων επιστημονικών και τεχνολογικών εξελίξεων.
Ø Λαμβάνοντας υπόψη την παρούσα κατάσταση, όπου αν κάποιος εργαζόμενος θέλει να παρακολουθήσει κάποιο σεμινάριο και να αποκτήσει γνώση πάνω στις τελευταίες επιστημονικές εξελίξεις που τον αφορούν, πληρώνει υπέρογκα ποσά σε διάφορα κερδοσκοπικού χαρακτήρα και αμφιβόλου ποιότητας κέντρα (ΙΕΚ κ.α.) του εσωτερικού και κυρίως του εξωτερικού,
θεωρούμε ότι είναι αναγκαία η δημιουργία ενός συγκεκριμένου θεσμικού πλαισίου για την Επαγγελματική Κατάρτιση στη χώρα μας.
Η έννοια της δια βίου εκπαίδευσης δεν είναι καινούρια ιδέα. Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 άρχισε να δημιουργείται η ανάγκη επιμόρφωσης των εργαζομένων στις νέες τεχνολογίες της εποχής.
Σύμφωνα μάλιστα με την διεθνή οργάνωση UNESCO υιοθετήθηκε ο εξής ορισμός:
«Ο όρος δια βίου εκπαίδευση και μάθηση δηλώνει ένα χωρίς όρια σχήμα που αποβλέπει στην αναμόρφωση του υπάρχοντος εκπαιδευτικού συστήματος και στην ανάπτυξη του εκπαιδευτικού δυναμικού έξω από αυτό. Η εκπαίδευση και η μάθηση δεν είναι δυνατόν να περιορίζονται στη σχολική φοίτηση, πρέπει να επεκτείνονται και να περιλαμβάνουν όλες τις δεξιότητες και όλους τους κλάδους της γνώσης, να χρησιμοποιούν όλα τα δυνατά μέσα και να δίνουν την ευκαιρία σε όλους τους ανθρώπους για πλήρη ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους. Οι εκπαιδευτικές και σχετικές με τη μάθηση διαδικασίες στις οποίες τα παιδιά, οι νέοι άνθρωποι και οι ενήλικοι όλων των ηλικιών εμπλέκονται στη διάρκεια της ζωής τους, σε οποιαδήποτε μορφή, πρέπει να θεωρηθούν ως ένα σύνολο».
Εδώ θα πρέπει να κάνουμε λόγο για τον στρουθοκαμηλισμό που διακατέχει τις παρατάξεις (ΠΚΣ, ΕΑΑΚ, ΔΙΚΤΥΟ κλπ). Ενώ λοιπόν ζητούν την ύπαρξη γενικών πτυχίων (ΕΑΑΚ και ΔΙΚΤΥΟ) - ουσιαστικά απαξιωμένων και αποκομμένων πλήρως από τις επιστημονικές και επαγγελματικές εξελίξεις – είτε πτυχίων με κάποια μορφή ειδίκευσης (ΠΚΣ), ζητούν την ειδίκευση να μας την δίνει ο ίδιος ο εργοδότης (κάτι που είναι γενικώς αποδεκτό). Για να μας πληρώσει όμως την κατάρτιση αυτή ο εργοδότης είναι αυτονόητο και εύκολα αντιληπτό ότι πρέπει να υπάρχουν κάποιου τέτοιου είδους κέντρα που να μπορούν οι εργαζόμενοι να καταρτιστούν. Από την μια λοιπόν αναγνωρίζουν την ανάγκη της κατάρτισης και από την άλλη κάνουν αρνούνται οτιδήποτε έχει σχέση με αυτήν. Η διπροσωπία αυτή όμως δεν μπορεί να θεωρηθεί παρά μια αδυναμία των εν λόγω παρατάξεων να δώσουν πειστικές και γνήσια αριστερές και προοδευτικές λύσεις στα προβλήματα της σύγχρονης κοινωνίας.
Αυτή τη στιγμή η γνώση που παρέχεται σε όποιον επιθυμεί να εκσυγχρονιστεί με τις επιστημονικές εξελίξεις δίνεται σε ορισμένες περιπτώσεις μέσα στο χώρο δουλειάς του (όπως για παράδειγμα σε μία βιομηχανία) με έξοδα είτε των εργοδοτών, είτε του ίδιου και στις περισσότερες περιπτώσεις πηγαίνει αναγκαστικά σε σεμινάρια είτε σε διάφορα ΙΕΚ πληρώνοντας δίδακτρα.
Θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας και το γεγονός ότι μια από τις βασικές αιτίες που οδηγούν σε υψηλά ποσά ανεργίας είναι η έλλειψη επαγγελματικής κατάρτισης. Με απλά λόγια οι περισσότεροι άνεργοι είναι αυτοί που είναι ανειδίκευτοι.
Ως νέοι σοσιαλιστές και ως υπεύθυνοι άνθρωποι θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι είναι ανάγκη της ίδιας της κοινωνίας η δημιουργία ΙΔΒΕ εντός των Δημόσιων Πανεπιστημίων τα οποία όμως να είναι δωρεάν, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στους ανέργους. Τα κονδύλια για τη λειτουργία των ΙΔΒΕ θα πρέπει να προέρχονται από τον κρατικό προϋπολογισμό και σε καμία περίπτωση να μην επιβαρύνουν τους ήδη βεβαρημένους προϋπολογισμούς των Ιδρυμάτων.
Η πρότασή μας για τα ΙΔΒΕ δεν προϋποθέτει την δημιουργία ενός νέου Πανεπιστημίου για εργαζομένους εντός του ήδη υπάρχοντος. Δεν μιλάμε για ένα εντελώς διαφορετικό οργανισμό από αυτόν του Πανεπιστημίου. Τα μαθήματα τα οποία γίνονται στα ΙΔΒΕ θα είναι σεμιναριακού χαρακτήρα που θα οδηγούν στην απόκτηση βεβαίωσης παρακολούθησης (αντίστοιχης με αυτή που δίδεται και τώρα στα διάφορα επιστημονικά συνέδρια και σεμινάρια) και όχι στην απόκτηση πτυχίου, δηλαδή στην απόκτηση ξεχωριστών επαγγελματικών δικαιωμάτων από αυτά που δίνουν ήδη τα ενιαία πτυχία μας.
Mόνο με τον τρόπο αυτό, θα είναι σε θέση να εκπληρώσουν το σκοπό (διαρκή ενημέρωσή μας πάνω στις επιστημονικές εξελίξεις της εποχής) για τον οποίο ιδρύονται. Έτσι, θα δίνεται η δυνατότητα σε όλους όσους το επιθυμούν, να ανανεώνουν τις γνώσεις τους πάνω στις τελευταίες τεχνολογίες - εξελίξεις.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου